Quantcast
Channel: ΚΟΖΑΝΟΓΡΑΦΗΜΑΤΑ – giapraki.com
Viewing all 102 articles
Browse latest View live

Τα κοζανίτικα σαν μορφή γλωσσικής έκφρασης –Παλιό μπέντι! της Ματίνας Τσικριτζή Μόμτσιου

$
0
0

Η Ελλάδα των τοπικών ιδιωμάτων

Νεαρή ζητλάρου που έχει μείνει για κάνα μήνα σε συγγενικό της σπίτι στην Αθήνα, επιστρέφει στην Κοζάνη και πηγαίνει στο μπακάλικο να αγοράσει μπάτζιουν. Εισέρχεται και επιθυμώντας να δείξει πόσο …Αθηναία έχει γίνει, απευθύνεται με τις μύτες σιαπάν στον μπακαλόγατο του μαγαζιού:
«Έχετε βάντζον;»
Για να πάρει την πληρωμένη απάντηση
«Βίντσιν ο βάντζος!»

Τώρα όσοι το καταλάβατε είμαι σίγουρη ότι το ξέρατε ήδη. Οι υπόλοιποι χρειάζεστε λίγο παραπάνω λεξιλόγιο. Υπάρχει ο τύπος «μπίτσιν» στα Κοζανίτικα, που σημαίνει «τελείωσε, σώθκιν». Το μπέντι εκτός από την διάθεση του κόσμου εδώ για κασμέρι, δείχνει επίσης και πόσο οι κάτοικοι της πόλης προσπαθούσαν μεταπολεμικά να μιμηθούν την «Αθηναϊκή» προφορά για να πάρουν πόντους. Είχε βλέπετε αυξηθεί η κινητικότητα μεταξύ μεγάλων πόλεων και επαρχίας και η «βλάχικη» καταγωγή αποτελούσε σοβαρό εμπόδιο επαγγελματικής και κοινωνικής ανόδου.

Τα πράγματα άλλαξαν. Οι σημερινοί κάτοικοι της Κοζάνης δεν προσπαθούν πια να κρύψουν το ιδιωματικό τους «αξάν» και μαζί μ’ αυτό την καταγωγή τους. Η αλλαγή ήταν σταδιακή και ξεκίνησε κυρίως στα 70ς, καθώς η περιφέρεια πήρε να ξεπερνάει τα κόμπλεξ της και να διαπιστώνει ότι η ανωτερότητα του κέντρου σε κάθε τομέα ήταν ένας μύθος τελικά.

ΚΑΤΑΞΙΩΣΗ 

Κι έρχεται η δεκαετία του ΄80. Ήδη η αίσθηση υπεροχής των μεγάλων αστικών κέντρων έχει χάσει πολύ από τη λάμψη της και η επαρχία αποκτά μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Κι εκεί επάνω αρχίζει να παίρνει πόντους η Αποκριά! Μια Αποκριά για την οποία το ιδίωμα αποτελεί το βασικό όχημα. Τα τραγούδια, τα μπέντια, τα κασμέρια. Ταμπέλες και ολόκληρα κείμενα στους νουντάδες. Και κυρίως τα Στέκια, το μεγάλο δώρο της Αποκριάς στην πόλη, όπου μαζεύονται πολλοί ομιλητές του ιδιώματος με διάθεση να το χρησιμοποιούν και να επικοινωνούν πιο άνετα μέσα στη γενική ελευθερία που τους παρείχαν εκείνες οι μέρες της ανατροπής και του ξεφαντώματος.

Κι εμφανίζονται τα πρώτα ιδιωματικά θεατρικά. Ήταν ζήτημα χρόνου να γίνει κι αυτό πάνω σε τόσο γόνιμο έδαφος.

Σκαπανέας ο Γιώργος ο Παφίλης, ο οποίος σε εποχές που ήταν άγνωστος ο όρος στην Ελλάδα, είχε ξεκινήσει να κάνει ένα είδος… «standup comedy”! Σε Φανό! Παγκόσμια αποκλειστικότητα! Στο Φανό του Φιλοπρόοδου συγκεκριμένα. Στα χνάρια του Χρήστου Γκιθώνα, που έδινε μια παρόμοια παράσταση πάνω στο άρμα και στο Φανό απ’ τα Μπουντανάθκα.

Στη συνέχεια ο ίδιος έγραψε και ανέβασε με ομάδα φίλων το Μπάκα Μάκα Πάκα Πάκα (1980), και εξακολούθησε να παράγει και να ανεβάζει μέχρι σήμερα.

Παράλληλα εμφανίστηκαν στην ιδιωματική σκηνή, είτε με δικά τους αποκλειστικά έργα είτε σε συνεργασίες ο Γιάννης Πλόσκας και οι Κασμιρτζίδις, ο Μανώλης Μαρκόπουλος κι ο Μιχάλης Πιτένης για να αναφέρουμε τους πιο παραγωγικούς.

Σπουδαίο ρόλο στην καταξίωση του θεάτρου στα Κοζανίτικα έπαιξε στα πρώτα χρόνια της ζωής του και η σύσταση ενός σημαντικού και μακρόβιου σχήματος, με τον Μιχάλη τον Πιτένη, τον Γιώργο τον Κοντορίκο και τον Τάκη Συνδουκά στο τιμόνι του, οι οποίοι ξεκίνησαν το 1993 με την επιθεώρηση «Οχληροί Πολίται», τίτλος που έδωσε και το όνομα στο θίασο, ο οποίος στη συνέχεια έμελε να παίξει σημαντικό ρόλο στην ερασιτεχνική θεατρική δημιουργία της πόλης.
Και η ιστορία αυτή συνεχίζεται με αμείωτο δυναμισμό μέχρι σήμερα

ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΗΤΑ ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ

Είναι πράγματι πολύ ενδιαφέρον να δούμε τη θεατρική ποικιλομορφία να εμπλουτίζεται συνεχώς περισσότερο, με καινούργιους κώδικες επικοινωνίας πέρα από την κοινή. Με έργα που είτε θα γράφονται εξ ολοκλήρου στο ιδίωμα, είτε θα εισάγουν χαρακτήρες, αυθεντικούς ομιλητές κάποιου ιδιώματος.

Η χρήση τους θα προσέδιδε ζωντάνια, δύναμη και κυρίως ρεαλισμό, όπου αυτός ο τελευταίος είναι επιθυμητός. Επιπλέον θα αποδείκνυε ότι ο κόσμος του θεάτρου γενικά αποδέχεται και προβάλει τη γλωσσική πολυμορφία στο βαθμό που ένας τέτοιος χώρος πρέπει να έχει ανοιχτούς ορίζοντες σε όλα τα επίπεδα, μεταξύ άλλων και στο επίπεδο του θεατρικού κειμένου. Θα βοηθούσε τέλος και στην κατανόηση της συνολικής πνευματικής παραγωγής της χώρας μέσα από την βαθύτερη γνώση της περιφερειακής της διάστασης, στη γλώσσα που εκφράζει κι όσους δημιουργούς επιλέγουν σαν όχημα τα ιδιώματα.

ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ

Τόσο οι συγγραφείς όσο και οι λάτρεις του ιδιωματικού θεάτρου έχουν φυσικά πλήρη επίγνωση των δυσκολιών ενός τέτοιου ανοίγματος, με βασικές τις εξής δυο:

1. Το ακροατήριο είναι γεωγραφικά περιορισμένο, πράγμα που έχει πολλές συνέπειες, με βασικές την δυσκολία στην ευρεία καταξίωση και στην οικονομική επιβίωση των εμπλεκομένων.

2. Αν επιχειρηθεί μια έντυπη έκδοση τότε μπαίνουν και άλλες παράμετροι. Πώς θα αποδοθεί γραπτά ένα κείμενο, του οποίου η ήδη περιορισμένη ομάδα αποδεκτών μπορεί μεν να κατανοεί προφορικά αλλά δυσκολεύεται να το διαβάσει στη γραπτή του μορφή? Και ποια θα είναι αυτή η γραπτή μορφή? Αντιλαμβάνομαι ότι οι τρόποι απόδοσης μπορεί να ποικίλουν από τον απόλυτα προσκολλημένο στην αυθεντική προφορά (αν μπορεί να υπάρξει κάτι τέτοιο) μέχρι και τον πολύ ελεύθερο όπου η πιστότητα της προφοράς θυσιάζεται στο βωμό της άνεσης στην προσέγγιση. Για να μην γίνεται απροσπέλαστο ακόμη και στους καλούς χρήστες και να προάγει μια πιο ευχάριστη ανάγνωση.

Σε ποιους θα απευθύνεται λοιπόν και σε ποιον κώδικα επικοινωνίας?

Αυτή είναι μια άλλη παράμετρος που προβληματίζει ή θα έπρεπε να προβληματίζει τους χρήστες του ιδιώματος ως όχημα γραπτής παραγωγής. Ποιοι και ποιες δηλαδή θα αποτελέσουν την ομάδα στόχο και στο παρόν και πολύ περισσότερο στο μέλλον.

Ο δημιουργός θεατρικού λόγου οφείλει να αφουγκράζεται τη γλωσσική κοινότητα στην οποία απευθύνεται και να καταγράφει τις αλλαγές. Και φυσικά το ιδίωμα δεν είναι αναλλοίωτο.
…………………………………………………………………………………..
Πάλι ξιαστουχήθκα!
Σταματώ για να κατιβάσου τα ντόπια κι να τα βάλου να δω άμα μι χουρούν.
Να μη συιστώ Απουκράτκα.
Κι απού βδουμάδα θα πούμι για το θέατρο το ιδιωματικό σήμερα.
Αρς μάρς!

Ματίνα Τσικριτζή Μόμτσιου

Φωτογραφία του μπακάλικου του Γιώργου Καραδήμου, της Κούλας Μητράγκα.
Από όσα μάζεψε και επεξεργάστηκε η Σούλα η Παλέντζα

 

Aπό τη σελίδα του FACEBOOK

Θεατρική Σκηνή Κοζάνης

The post Τα κοζανίτικα σαν μορφή γλωσσικής έκφρασης – Παλιό μπέντι! της Ματίνας Τσικριτζή Μόμτσιου appeared first on giapraki.com.


«Λίρες και χρήμα στο νομό Κοζάνης 1940-50»: Άρθρο Θανάση Καλλιανιώτη

$
0
0

Δημοσιεύτηκε στην Παρέμβαση (Σεπτ. – Νοέμ. ΄99) 20-23. Ανακτενίστηκε 7.2.2019

Ανακτενίστηκε 6.2.2019. Δημοσιεύτηκε 6.2.19 στο  https://blogs.sch.gr/thankall/?p=1461

Θανάσης Καλλιανιώτης

Η ευτυχία των Ελλήνων δεν βρίσκεται στις παχυλές υποσχέσεις των αθλίων πρακτόρων της ξένης προπαγάνδας και των λιροσυντήρητων κομμουνιστών, αφεντάδων των βουνών και των πόλεων….[1]

έγραφε σε προεκλογική προκήρυξη το Μάρτιο του 1946 κεντρώος υποψήφιος βουλευτής από τη Σιάτιστα έχοντας δίκιο μαζί και άδικο. Χρηστικό και γοητευτικό το χρήμα, ιδίως ο χρυσός στον οποίο ποτέ δεν αντιστέκονται οι υλιστές όλων των εδεσμάτων και σχεδόν καθόλου οι ιδεολόγοι πασών των αποχρώσεων. Μυθικές διαστάσεις είχαν αποκτήσει οι βρετανικές λίρες, που έπεφταν από τον ουρανό επί Κατοχής, αλλά και οι αντίστοιχες των ανταρτών που συλλέγονταν επαναστατική βία από αστούς, αγρότες και ποιμένες.

Όμως στο στίβο του χρυσού και των χρημάτων προπονούνταν κι άλλοι εκτός των ειρημένων όπως θα φανεί στη συνέχεια. Και η άθληση συνεχίζεται μέχρι σήμερα με άλλες λέξεις και πρακτικές. Και μάλλον ες αεί.

Διαδόσεις
Αρκετά χρόνια πριν από το 1940 το χρήμα, αναφερόμενο συνήθως ως λίρες, καταλάμβανε μεγάλο μέρος των καθημερινών συζητήσεων των ανθρώπων. Όχι πάντα χωρίς βάσιμη αφορμή, καθώς εναυστικά γι’ αυτό γεγονότα δεν είχαν πάψει ποτέ. Αγορές κτημάτων επί Τουρκοκρατίας όπως λ.χ. του Αιανιώτη ιερέα Κωνσταντίνου Κακάλα ή Μπουνόβα, που είχε αποκτήσει 300 στρέμματα στο χωριό Κρόκος δίνοντας έναν τρουβά λίρες για καπάρο, συνδυάζονταν με φήμες για θαμμένο χρυσάφι στα όρη Καμβούνια από συναδέλφους του ληστή Φώτη Γιαγκούλα κατά τη δεκαετία του 1920.

Όταν ο, εν Θεσσαλονίκη παρεγγονός του παπα-Κώστα, Χρήστος Μανώλης ή Μπουνόβας[2] σε μια ξαφνική επίσκεψη στην Αιανή την Άνοιξη του 1937 πλήρωσε δύο νεολαίους να σκάψουν σε θέση της Ράχης Τσέικα[3] και τρία χρόνια αργότερα άρχισε να μοιράζει χρήμα σε οικογένειες του ίδιου χωριού,[4] οι κουβέντες για λίρες και θησαυρούς απέκτησαν ισχύ ντοκουμέντων κι επεκτάθηκαν σ΄ όλη την επαρχία.

Ανύποπτες κρύπτες
Εξαθλιωμένοι ποιμένες κι αγρότες ονειρεύονταν το πολύ χρήμα χωρίς ποτέ να το δουν στην πραγματικότητα. Δεν συνέβαινε όμως το ίδιο με υπέρπλουτους εμπόρους της Κοζάνης, που κολυμπούσαν. Ο βομβαρδισμός της πόλης στις 10 Απρίλη 1941 από γερμανικά αεροπλάνα ανατάραξε τους κατοίκους και προκάλεσε ένα τεράστιο κύμα φυγής προς τα χωριά. Προτού εγκαταλείψουν τα σπίτια πήραν μαζί ή έθαψαν σε αυλές και κήπους χρήματα. Η γυναίκα μεγαλοχρηματιστή έκρυψε «στουν αναγκαίου» (αφεδρώνα) χρήματα, έραψε στο φουστάνι της όσες λίρες μπορούσε να σηκώσει και μοίρασε τις υπόλοιπες -μάλλον για μεταφορά- σε έμπιστή της οικογένεια κατευθυνόμενη μαζί της προς τον απόμακρο κάπως οικισμό Ροδιανή. Οι προληπτικές αυτές ενέργειες έσωσαν αρκετές περιουσίες, καθώς οι επιτιθέμενοι Γερμανοί, ορθότερα εναπομείναντες στην πόλη τολμηροί Κοζανίτες, έμπαιναν σ΄ όλα τα άδεια από τους ενοίκους σπίτια και καταστήματα δανειζόμενοι χωρίς να ρωτήσουν υλικά αγαθά, από αυγά ως κοστούμια.[5]

Εκτυπωτική μανία
Την ίδια μέρα άδειασαν τα χρηματοκιβώτια της Εθνικής Τράπεζας στην Κοζάνη και της αντίστοιχης των Αθηνών στα Γρεβενά. Το περιεχόμενό τους μεταφέρθηκε στην Αθήνα κι έπειτα στο Κάιρο. Για να αντισταθμίσει την έλλειψη χρήματος η διάδοχη Ελληνική Πολιτεία, έθεσε στην κυκλοφορία χαρτονομίσματα των 50, 100, 500 και 1000 δραχμών που είχαν τρυπηθεί κι ακυρωθεί. Ταυτόχρονα, τα ολοκαίνουργια τραπεζογραμμάτια των 100 δραχμών μετατράπηκαν στο τυπογραφείο σε 1000 πριν βγουν στη συναλλαγή.[6]

Προς τα τέλη του 1941 τυπώθηκαν χιλιάρικα με το Μέγα Αλέξανδρο κι οπισθότυπο τους καταρράκτες τις Έδεσσας,[7] κίνηση προφανέστατη για να πληγεί και οπτικώς κάθε επιρροή Βουλγάρων στον σλαβόφωνο πληθυσμό της επαρχίας Εορδαίας και της υπόλοιπης Μακεδονίας. Η αγορά ενισχύθηκε και με μάρκα κατοχής, ειδικά δηλαδή χαρτονομίσματα με την επιγραφή Hauptvervaltung der Reihskreditkassen (Γενική Επιστασία Κρατικού Ταμείου Πίστεως), με τα οποία πλήρωναν οι Γερμανοί στρατιώτες.[8]

Στον χορό μπήκαν και οι Ιταλοί τυπώνοντας δικές τους αντίστοιχα δραχμές με το σήμα Μεσόγειον Ταμείον Πίστεως δια την Ελλάδα. Κυκλοφορούσαν μόνον στις περιοχές Γρεβενών, Βοΐου και Βεντζίων, αφού οι Γερμανοί απαγόρευαν την εισροή τους στην Κοζάνη και την Εορδαία.[9] Στην δε ανατολική Μακεδονία όπου ο εκβουλγαρισμός ήταν πλήρης, επίσημο νόμισμα ήταν το λέβα, το οποίο έφτανε κάποτε μέσω πρακτόρων της βουλγαρικής λέσχης σε σλαβόφωνα χωριά της Εορδαίας.[10] Χωρίς όμως να τα δέχεται προς ανταλλαγήν η Τράπεζα της Ελλάδος, τουλάχιστον ως την άνοιξη του 1945.[11]

Η συνεχής υποτίμηση του κρατικού νομίσματος και η υπεραφθονία των τραπεζογραμματίων που αφειδώς έκοβαν οι κατακτητές κλόνισε την ανταλλακτική αξία πολύ πριν εμφανιστούν στη σκηνή οι αγγλικές λίρες.[12] Ήδη από τις αρχές του 1943 ελάχιστοι εργάτες των μεταλλείων χρωμίου στο Χρώμιο ή τη Ροδιανή προτιμούσαν να πληρώνονται σε ρευστό κι όχι σε τρόφιμα, ενώ με βαριά καρδιά και κάτω από σκληρή πίεση οι κρεοπώλες και οι μανάβηδες της Κοζάνης πούλησαν στους διερχόμενους Ιταλούς κρέας και λαχανικά το Μάρτη του ιδίου έτους, όταν οι δεύτεροι κατευθύνονταν εκδικητικά προς τα Γρεβενά, γεμίζοντας τις τσέπες τους ανάξιες λιρέτες.

Ο Γρηγόρης Καλλιανιώτης από την Αιανή, γραφέας στρατολογίας Κοζάνης στον Εμφύλιο Πόλεμο. Είχε την ατυχία να βρίσκεται στο γραφείο του, εκείνη την Παρασκευή του Δεκεμβρίου 1946 που χιόνιζε δεκάρικα και εικοσάρικα. Πηγαίνοντας για πρωινό φαγητό στους στρατώνες, τους σταμάτησαν και τους γύρισαν πίσω.

Ο πληθωρισμός ανέβαινε ταχύτατα. Όταν ο αποθηκάριος τροφίμων στα μεταλλεία Μουτσιάρας Ροδιανής Γρηγόρης Καλλιανιώτης πληρώθηκε 350 εκατομμύρια, τον τελευταίο μισθό του τον Αύγουστο του 1944, αγόρασε μ΄ αυτόν έναν αλουμινένιο αναπτήρα, περισσότερο ως ιλαροτραγικό ενθύμιο παρά σαν αναγκαία επένδυση ενός νεαρού καπνιστή.[13]

Το χρυσό τζιπ
Τέλη Μαρτίου 1941 το λεκανοπέδιο γέμισε Βρετανούς, Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς και Σιχ Ινδούς στρατιώτες, που προετοιμάζονταν για στατική άμυνα εναντίον των Γερμανών στα όρη Καμβούνια και Μπούρινο, έχοντας μαζί τους και λίρες για τον επιτόπιο ανεφοδιασμό τους. Ο σκληρός αγώνας τους στα υψώματα Μπρουσιάνα και Μαύρη Ράχη, οι κανονιοβολισμοί, οι βομβαρδισμοί, τα άρματα μάχης και, όταν έληξε η σύγκρουση, ο πλουσιότατος παρατημένος εξοπλισμός τους στη βόρεια πλευρά του Αλιάκμονα, γεγονότα απροσμένως μεγάλα για την τοπική μικροκλίμακα, γέννησαν στον πολύ κόσμο φήμες για ένα χρυσό τζιπ, όχημα δηλαδή φορτωμένο με λίρες που, επειδή δεν μπορούσε να διαφύγει, απεκρύβη στην περιοχή. Κάπου μεταξύ των θέσεων Πόρτες Σερβίων και του απόκρημνου φαραγγιού ονόματι Χάβος ΒΑ του χωριού Προσήλιου.[14] Αυτό όμως που τις θέριεψε, κρατώντας τες ζωντανές ως σήμερα ήταν η εμφάνιση των Άγγλων συνδέσμων στο Αγίασμα Βοΐου και τα κιβωτίδια με χρυσό που έπεφταν από τον ουρανό μαζί τους.

Καλύτερα στο χέρι
Οι βρετανικές λίρες δεν ξοδεύονταν μόνο για τρόφιμα και φάρμακα. Από την άνοιξη του 1943, που οι Ιταλοί άρχισαν το μαζικό κάψιμο των χωριών ως το καλοκαίρι του 1944 με τους Γερμανούς να  ανεβάζουν τους δηωμένους οικισμούς πάνω από την εκατοντάδα, οι Άγγλοι πρόσφεραν αφειδώς λίρες στους πυροπαθείς.[15] Στην αρχή τις εγχείριζαν στις επιτροπές του ΕΑΜ, μετά όμως, υποπτευόμενοι τις κομπίνες του ΚΚΕ που εντέχνως το υπερκάλυπτε , τις μοίραζαν οι ίδιοι συνοδευόμενοι από εαμίτες περιωπής όπως ο δεσπότης Ιωακείμ ή ο δημοσιογράφος Σταύρος Θεοδοσιάδης. Στο τέλος δικαίως κατέληξαν στην απευθείας παράδοση τροφίμων κι αγαθών που αγόραζαν μέσα από την Κοζάνη στους λιμώττοντες χωρικούς, αντί να τους προσφέρουν άμεσα χρυσό, ο οποίος κατέληγε στα χέρια των επαναστατών. Βρετανός σύνδεσμος καταθέτει πως έδωσε 892 λίρες στους 4.000 Ιταλούς αιχμαλώτους του ΕΛΑΣ που είχαν απομονωθεί στην ορεινή Σαμαρίνα και το Ντουτσκό. Εφ’ όσον όμως γνωρίζουμε ότι οι περισσότεροι από τους δυστυχείς Ιταλούς πέθαναν από την πείνα, ή ο ειρημένος είχε καταγράψει μεγαλύτερο αριθμό ή τις λίρες απαλλοτρίωνε ο ΕΛΑΣ για δική του χρήση.[16]

Λίρες για όλους
Την ίδια χρηματική υποβάσταξη, εξαγορά συνειδήσεων την αποκαλούσαν οι ιδεολόγοι αριστεροί δεχόμενοι όμως χωρίς δισταγμούς τον παρά, απολάμβαναν και οι οικογένειες των ανταρτών του ΕΛΑΣ. Πάλι σύμφωνα με τους Βρεττανούς, έκαστος αντάρτης λάβαινε μια χρυσή λίρα τον μήνα. Ο σύνδεσμος Έντμοντς τηλεγραφούσε ότι το Φλεβάρη του 1944 είχε δώσει 2.573 λίρες στον ΕΛΑΣ. [17] Το χρυσό ιππικό[18] της Αγγλίας μεσουρανούσε. Σίγουρο είναι πάντως ότι κανείς απλός αντάρτης δεν έλαβε ποτέ λίρα στο χέρι, αφού όλες ασφαλίζονταν στην κάσα της 9ης μεραρχίας του ΕΛΑΣ. Ο υπεύθυνός της μόνιμος αξιωματικός Γιάννης Τσουρός ή Δίπλας, τις κατένειμε στις υποτελείς της μονάδες. Την άνοιξη του 1944 το 53 σύνταγμα του ΕΛΑΣ διέθετε στο ταμείο του 2.000 στερλίνες, που ξοδεύονταν για τρόφιμα, ρούχα και για αγορά υγειονομικού υλικού εντός της χώρας φθάνοντας μέχρι την Σερβία.[19]

Και η αντικομουνιστική ανταρτική οργάνωση ΠΑΟ της περιοχής έλαβε αγγλικό χρυσό από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση ή εμπόρων σαν τον Νικόλαο Γκέκα. Στο χέρι μέσω προσώπων όπως ο ανθυποσμηναγός Αντρέας Βασιλειάδης από τα Σέρβια.[20] Ο εν λόγω μυστικός πράκτορας της αντιστασιακής οργάνωσης ΙSLD (Inter-Services Liaison Department/MI6)[21] εμφανίστηκε στην περιοχή με πομπό ασυρμάτου, τον οποίο εγκατέστησε μέσα στην Κοζάνη, έναν συνοδό Κύπριο, δυο Σερβιώτες βοηθούς και λίρες. Εγκατασταθείς στην Κάτω Κώμη[22] δρούσε μεταξύ Κοζάνης και Πιερίων. Ελάχιστα όμως πρόλαβε να σταδιοδρομήσει, καθώς τον Αύγουστο του 1943 τον αιχμαλώτισε ο ΕΛΑΣ.[23]Τον εκτέλεσαν στον ορεινό οικισμό Καταφύγι[24] παίρνοντας προφανώς ό,τι είχε επάνω του.

Χρεωμένοι Δήμοι
Όσο ο πληθωρισμός έτρεχε τόσο αγκομαχούσε το κρατικό νομισματοκοπείο τυπώνοντας καινούργια τραπεζογραμμάτια, τα οποία ευτελίζονταν πριν ακόμα στεγνώσουν καλά τα μελάνια τους. Το καλοκαίρι του 1942 οι προτροπές του Βελβεντινού Ιωάννη Αντωνιάδη, αντιπρόσωπου του Υπουργείου Οικονομικών στη Δυτική Μακεδονία, για αγορά έντοκων κρατικών ομολόγων[25] δεν έπειθαν κανένα. Ο γαλαντόμος Δήμος Κοζάνης είχε ήδη ξοδέψει τρία δάνεια:[26] ένα των 7.300 στερλινών, που είχε λάβει το 1938 από την Εθνική Κτηματική Τράπεζα, άλλο αντίστοιχο των 18.000.000 από την Τράπεζα της Ελλάδος[27]κι έτερο άτοκο κρατικό των 26.000.000 που έλαβε αρχάς 1942.[28]

Οι αριθμοί είχαν αυξηθεί κατακόρυφα. Το καλοκαίρι του 1944 οι καθαρίστριες έπαιρναν 13 εκατομμύρια το δεκαήμερο και οι μισθοί αυξήθηκαν τον Ιούλη κατά 100%.[29] Με διαταγή των Γερμανών ο Δήμος Κοζάνης δανείστηκε 200 δις από την Τράπεζα Ελλάδας στις 14 Οκτωβρίου 1944, χαρτιά χωρίς αντίκρισμα.[30] Τα μαγαζιά σταμάτησαν να τα δέχονται, μόλις μαθεύτηκε ότι τα τσουβάλια με τα χαρτονομίσματα, με τα οποία άτομα ερχόμενα από το νότο αγόραζαν ό,τι έβρισκαν στην Κοζάνη, αποδείχτηκαν εντελώς άχρηστα, αφού οι Γερμανοί έφευγαν τμηματικά από τη χώρα. Όπως θυμάται ο Γρηγόρης Καλλιανιώτης:

πουλήσαμε σε Τρικαλινούς δυο γελάδια αλλά, αγοράσαμε την ίδια μέρα στην Πτολεμαΐδα με τα ίδια λεφτά ένα μοσχάρι![31]

Χρειάστηκαν άμεσες απειλές του γερμανικού Φρουραρχείου να αποκατασταθεί η φυσιολογική λειτουργία της αγοράς.[32] Όταν ο ΕΛΑΣ μπήκε στην Κοζάνη το απόγευμα της 28ης Οκτώβρη ΄44 κι άρχισαν οι έρευνες για κρυμμένα τρόφιμα, αντιδραστικούς και λεφτά, ο επιμελητής του 53ου συντάγματος του ΕΛΑΣ άδειασε από ένα παράθυρο στον δρόμο τσουβάλια ραλλικά χαρτονομίσματα, που ανακάλυψε στα γραφεία της αντικομουνιστικής οργάνωσης Εθνικός Ελληνικός Στρατός (ΕΕΣ), όπως ισχυρίζεται μια αδιασταύρωτη μαρτυρία, και στην κρύπτη δερματέμπορου της Κοζάνης. Μια πράσινη χάρτινη βροχή![33]

Ερανικές εισφορές
Οι έρανοι του Κράτους, προϊόν του μεταξικού καθεστώτος και κάθε αντίστοιχου ως σήμερα με άλλες, φιλάνθρωπα καλυμμένες, μορφές σήμερα, συνεχίστηκαν και από την Ελληνική Πολιτεία. Τρόφιμα, δημητριακά, χρήματα και σε μια περίπτωση μάλλινα είδη για τους Γερμανούς του ρωσικού μετώπου ήταν καλοδεχούμενα. Μάλιστα όποιος συνεισέφερε, θα γραφόταν το όνομά του σε κατάσταση,[34] απαραίτητη ίσως σε καιρούς εκτραχηλισμών.

Ειδοποίηση ΕΕΣ προς πολίτη της Κοζάνης ως προς τον έρανο για κατασκευή αρβυλών, ΚΔΒΚ, Λυτά Έγγραφα, 2

Στον ίδιο ερανικό δρόμο περπάτησαν και οι χωρικοί αντικομουνιστές οπλίτες του ΕΕΣ, όταν εγκαταστάθηκαν στην Κοζάνη την άνοιξη του 1944, ζητώντας χρήμα για άρβυλα στη αρχή[35] για τους ιδίους, κλινοσκεπάσματα και μεταλλικά είδη εστίασης αργότερα[36]για τους χιλιάδες ανταρτόπληκτους που κατέφευγαν καταρρακτωδώς στην πόλη. Για να πείσουν τους αστούς κατοίκους οι ένοπλοι χωρικοί διέδιδαν πως ο έρανος γινόταν δυνάμει Διαταγής των Γερμανικών Αρχών.[37] Η κίνηση φανερώνει πως ούτε την αφειδή στήριξη των κατακτητών απολάμβαναν ούτε και του εμπορικού κόσμου της πόλης.

Ονομαστική Κατάσταση κατοίκων Κοζάνης για ερανική προσφορά στον ΕΕΣ εις κλινοσκεπάσματα και μεταλλικά είδη εστίασης, ΚΔΒΚ, Λυτά Έγγραφα,

Το αποτέλεσμα όμως πενιχρότατο, αν συγκριθεί με τα δάνεια και τους εράνους επί Εαμοκρατίας, όχι μόνο γιατί μαζεύονταν σε λίρες αλλά και διότι απέφεραν σεβαστά ποσά.[38] Στις 8 Νοέμβρη του 1944 η νέα εξουσία, το Επαρχιακό Συμβούλιο Κοζάνης Σερβίων του ΕΑΜ, σε μια πλουσιομάχα συνεδρίαση αποφάσισε να λάβει από τους πλουτίσαντες επί Κατοχής ιδιώτες της πόλης δάνειο μιας έως τριών λιρών ή 180 οκάδες στάρι αντί μιας λίρας.

Αι εισπράξεις ως χαρτονομίσματα εκ της πωλήσεως των εμπορευμάτων χρησιμοποιούνται μόνον δια καύσιμον ύλην 

παραπονέθηκε ένας τους,[39] αλλά προφανώς η ρετσινιά του αντιδραστικού κόστιζε περισσότερο από τα δανεικά (κι αγύριστα).

Πριν συμπληρωθούν δυο μήνες και κάτω από τη βαριά σκιά των Δεκεμβριανών στην Αθήνα το ίδιο Συμβούλιο όρισε στις 8 Γενάρη νέα, αγριότερη φορολογία με προοπτική τη συλλογή 3.809 λιρών. Χαράτσωσε 111 εμπόρους της Κοζάνης με ποσά που κυμαίνονταν από 3 έως 150 λίρες.[40] Το αποθησαύρισμα αυτό θα συμπλήρωνε ό,τι άλλο μπόρεσαν να μαζέψουν οι επιμελητές του ΕΛΑΣ [41] είτε κατάσχοντας άμεσα αποταμιεύσεις ιδιωτών όπως οι 400 λίρες μεγαλέμπορου δερμάτων είτε πιέζοντας με ξυλοδαρμό ή χωρίς αιχμαλώτους οπλίτες του ΕΕΣ και καπεταναίους τους. Αρχηγός των αντικομουνιστών οπλιτών Εορδαίας συνελήφθη από τους αντάρτες με 25 λίρες επάνω του[42] -προφανώς και πέρασαν στο επαναστατικό ταμείο.

Απόφαση 1/24.2.45 Επιτροπής Καθορισμού Φόρων, ανήκουσα στο Επαρχιακό Συμβούλιο Κοζάνης, ΚΔΒΚ, Λυτά Έγγραφα, 24848

Νέο νόμισμα
Όταν αποστρατεύτηκε ο ΕΛΑΣ, τέλη Μάρτη 1945 στην περιοχή μας, προσπαθώντας να μαζέψουν πίσω τις στερλίνες τους οι Άγγλοι τύπωσαν μαζί με διευκρινιστικές αφίσες νέο τραπεζογραμμάτιο, το Νόμισμα της Βρετανικής Στρατιωτικής Αποστολής, ισάξιο με μια χρυσή λίρα, 600 σταθεροποιημένες ή 5 δις πληθωρικές δραχμές.[43] Μ΄ αυτό πλήρωναν τους Βρετανούς, τους Έλληνες συνεργάτες κι όσους τους βοήθησαν ή ζημιώθηκαν εξ  αιτίας τους από τον Απρίλη του ΄41 ως το τέλος της Κατοχής.[44] Το νόμισμα αυτό, μια προσπάθεια σταθεροποίησης αλλά και αντίρρησης στο αρτίπλουτο με χρυσές λίρες ΕΑΜ, κυκλοφόρησε ως το τέλος Ιουνίου 1945, ανταλασσόμενο στις τράπεζες με δραχμές.[45]

Επικηρύξεις
Η πρώτη αντιεαμική επικήρυξη τοιχοκολλήθηκε στη Σιάτιστα το 1945 με τιμώμενοπρόσωπο φιλόλογο της πόλης, διοικητή τάγματος του ΕΛΑΣ,[46] αλλά ο κόσμος λίγο εξεπλάγη. Είχε εθιστεί από άλλες προηγούμενες όπως των ληστών της δεκαετίας του 1920 και των αντίστοιχων του 1936,[47] πριν αναλάβει ο Μεταξάς. Κοζανίτης μέλος της ΟΠΛΑ κι αντάρτης του ΔΣΕ είχε επικηρυχτεί το Φλεβάρη του 1950 αντί 6 εκατομμυρίων δραχμών, λίγο πριν συλληφθεί στη Μπνάσια της Δεσκάτης.[48] Χαμηλότερη τιμή είχε δάσκαλος από το Ζιάκα Γρεβενών, 1 εκατομμύριο.[49] Επικηρύξεις που χάιδευαν τα αυτιά θαρραλέων κι επιρρεπών στο χρήμα νεολαίων.

Πιθανότατα ευκολότεροι ήταν άλλοι τρόποι συλλογής λιρών από το κυνήγι σκληροτράχηλων ανταρτών στα βουνά. Μέλη αντικομμουνιστικών αποσπασμάτων, που δρούσαν στην ύπαιθρο από το 1945 δεν παρέλειπαν τη θήρα λιρών. Σύμφωνα με μια μοναδική μαρτυρία την άνοιξη του 1947 τέτοιας υφής άντρες εισέβαλαν βράδυ στο σπίτι εδωδιματοπώλη στο χωριό Καρδιά, τον ξύπνησαν κι, αφού ξέθαψαν τις λίρες του, τον άφησαν άπνοο πάνω στο σκάμμα.[50]

Ομηρίες
Μερικοί ενθυλάκωναν τον χρυσό και το χρήμα χωρίς βία. Δάσκαλος π.χ. κρατούμενος των Ιταλών στα Γρεβενά αφέθηκε μόνον με 5.000 δραχμές, όταν η γυναίκα του τις έδωσε σε μεσολαβητή λεγεωνάριο.[51] Ο αντισυνταγματάρχης Γεώργιος Πούλος και οι γερμανοντυμένοι εθελοντές του είχαν ακριβότερες τιμές: 2 εκατομμύρια δραχμές του 1945 διατείνεται Κοζανίτης έμπορος ότι κατέβαλε Αύγουστο του ΄43 για να απελευθερωθεί.[52]Κατά μια μαρτυρία αρκετά φτηνός ήταν σταθμάρχης της περιοχής ζητώντας μόνο 2 λίρες το Πάσχα του 1948 από Λευκοπηγιώτη αγρότη, για να μεριμνήσει για την αποφυλάκισή του από το στρατόπεδο Κοζάνης, όπου ο τελευταίος ήταν κλεισμένος επειδή, πριν παρουσιαστεί αυθορμήτως στο Στρατό, είχε απαχθεί από τους αντάρτες του ΔΣΕ.[53]

Τα μπουλέτα
Πιο ευέλικτο τρόπο συλλογής μεταλλικών πόρων εφήρμοσαν οι αντάρτες-μέλη των Κέντρων Πληροφοριών του ΔΣΕ. Έδιναν μπουλέτα (σημειώματα) στους πιστικούς των κοπαδιών με γραμμένη πάνω την τιμή, οι οποίοι τα μετέφεραν στα αφεντικά τους και οι λίρες προσέρχονταν άνετα στο δημοκρατικό θυλάκιο. Ταμίας στο όρος Μπούρινος ήταν ένας πρώην ελασίτης από τον Κρόκο. Κάθε άρνηση συνεπάγονταν κυρώσεις και μάλλον σπάνια για την ατιμωρησία του Παρασκευά Μανόπουλου από το Χρώμιο τα Θεοφάνεια του 1948. Όταν έλαβε μπουλέτο των 500 δραχμών απάντησε προφορικά:

Δε δίνου, δεν έχου ιμπιστουσύν(η), αν μι βρήτι στου δρόμου πάρτι μι λιφτά, έτσ(ι) δε δίνου»![54]

Πώς να έδινε, αφού την τακτική των μπουλέτων μιμούνταν κι άλλοι, άσχετοι με τον αντάρτικο αγώνα, εκβιαστές; Τον Ιούνη του 1947 μια σπείρα με μέλη από Βελβεντό, Ποντοκώμη και Κοζάνη έστειλε απειλητικές επιστολές (πυρπόληση σπιτιού και θάνατο) σε δύο Κοζανίτες εμπόρους τιμώντας με 250 χιλιάρικα τον πρώτο κι 600 τον δεύτερο. Αν δεν είχαν εξαρθρωθεί αμέσως, οι κατηγορίες θα στρέφονταν αβίαστα εναντίον των βουλγαροσλαβοφίλων αναρχοκομμουνιστοσυμμοριτών.[55]

Η λίρα ήταν ζωτικά απαραίτητη για το ανταρτικό. Κάθε φορά που εισέβαλλαν σε πόλεις, πρώτο μέλημα ήταν τα διάφορα κρατικά ταμεία. Στην Πτολεμαΐδα π.χ. είχαν ελαφρύνει το κοινοτικό.[56] Όσοι αντάρτες επιχείρησαν να ιδιοποιηθούν χρήμα αποφεύγοντας την κατάθεσή τους στο ταμείο δεν είχαν καλή τύχη. Μπορεί Κοζανίτης καπετάνιος του ΕΛΑΣ να γλίτωσε, επιστρέφοντας σακούλι με λεφτά, που είχε απαλλοτριώσει από το κατάστημα του Πρόδρομου Γεωργιάδη στο Βαθύλακκο την άνοιξη του 1943, δικαιολογούμενος ότι τα νόμιζε για έγγραφα – ο  καταστηματάρχης ηγήθηκε μετά αντικομουνιστικού αποσπάσματος. Όμως τέσσερα χρόνια αργότερα επιμελητής τάγματος της περιοχής Σινιάτσικου από τη Σιάτιστα στάθηκε άτυχος. Εκτελέστηκε με την κατηγορία απόκρυψης λιρών[57] κι ερωτοτροπιών με αντάρτισσες.

Αξιωματικός του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ από τα ημιορεινά χωριά των Γρεβενών κατηγορούμενος για ζορμπαλίκι και ληστείες εκτελέστηκε στο ύψωμα Σκούρτζα της Σαμαρίνας μετά από απόφαση στελεχών του ΚΚΕ.[58] Στο πτώμα του καρφιτσώθηκε σημείωμα έτσι πεθαίνουν οι καταχραστές της λαϊκής εξουσίας.[59] Παρασπονδίες στο κεφαλαιώδες ζήτημα της οικονομίας ήταν ανεπίτρεπτες. Οι αντάρτες αγόραζαν με λίρες φάρμακα, ρούχα, σφαίρες και καπνό,[60] ενώ οι ηγέτες των χρειάζονταν ταξίδια στο εξωτερικό, άνετη ζωή και τα συμπαρομαρτούντα κάθε εξουσίας.

Γαλάζιο χιόνι
Κόστιζε, λοιπόν, κόπο και αίμα ο χρυσός και οι αργυραμοιβοί της Κοζάνης δεν χάριζαν ούτε χιλιοστό του γραμμαρίου, όταν αγόραζες απ’ αυτούς λίρες, ρεσάτια (τουρκικές λίρες)[61] ή τρίτα (κοκκοράκια, ήτοι γαλλικά χρυσά νομίσματα του 1854).[62] Όμως τα Χριστούγεννα του 1946 ήταν η μοναδική στιγμή στην ιστορία της πόλης, ίσως και παγκοσμίως, που ο ουρανός εκτός από χιόνι έριχνε και λεφτά!

Να πώς συνέβη: τέλη του 1946 η πόλη είχε αποκλειστεί από τα χιόνια και από τους αντάρτες, οι οποίοι παραμόνευαν υπομονετικά στις ορεινές διαβάσεις περιμένοντας περαστικά αυτοκίνητα για να τα ξαλαφρώσουν από το φορτίο τους χωρίς να λησμονούν τις τσέπες των επιβατών και κάποτε και τις ζωές των επιβαινόντων. Ένα π.χ. περίπου μήνα νωρίτερα εαμοσνοφική συμμορία είχε σταματήσει αυτοκίνητο στη διάβαση Πισοδερίου, εκτέλεσε τον επιβαίνοντα πρόσφυγα Χρήστο Αναστασιάδη,[63] κοινοτικό σύμβουλο Αγίου Γερμανού, κατάσχοντας 3.000.000 δραχμές συν 20 χρυσά εικοσόφραγκα που είχε πάνω του.[64] Στο Βέρμιο π.χ. τον μεθεπόμενο μήνα οι αντάρτες ξεγύμνωσαν 16 εμπορικά αυτοκίνητα και διπλάσιους επιβάτες στη θέση Καστανιά, όπου η πομπή είχε κολλήσει από τα χιόνια. [65]

Το δημόσιο χρήμα του νομού είχε εξαντληθεί καθώς τα Χριστούγεννα πλησίαζαν γοργά. Νωρίς το πρωί της 20ής Δεκέμβρη στρατιωτικό αεροπλάνο απογειώθηκε από τη Θεσσαλονίκη φορτωμένο με ταχυδρομείο, αντικομουνιστικό έντυπο υλικό και 2,5 δις δραχμές. Αφού έφερε κάμποσες γύρες πάνω από τα βουνά ρίχνοντας προκηρύξεις στους αντάρτες, επιχείρησε να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Κοζάνης. Το παχύ χιόνι που έπεφτε εμπόδιζε τον πιλότο να βρει τον αεροδιάδρομο. Αποφασίστηκε τότε να ριχτούν λεφτά και γράμματα μέσα στους στρατώνες και το αεροπλάνο χαμήλωσε. Από απροσεξία μάλλον οι αεροπόροι μπέρδεψαν το πεδίο ρίψεως, πάνω στην προσπάθεια σκίστηκαν τα πακέτα, και χάρτινα δεκάρικα και εικοσάρικα μετεωρίζονταν μαζί με τις μαλακές νιφάδες πριν πέσουν στα χωράφια νοτιοδυτικά της πόλης, τα περισσότερα κοντά στον ναό της Παναγίας.[66]

Στρατιώτες από την κατεύθυνση της Λευκοπηγής που γύριζαν από διανυκτέρευση κι επιβάτες των λεωφορείων από Βόιο και Γρεβενά χάζεψαν, αρπάζοντας τα ουράνια δώρα. Το νέο μεταδόθηκε γοργά και φαντάροι πήδηξαν τα σύρματα του στρατοπέδου σμίγοντας με πολίτες που μαύριζαν σκυμμένοι τα χιονοσκεπή χωράφια. Σήμανε συναγερμός, το μέρος αποκλείστηκε αλλά αρκετοί πρόλαβαν να μπουν στην πόλη για να αγοράσουν χρυσαφικά, σταυρούς και ρολόγια από τους χρυσοπώλες, αδειάζοντας τις προθήκες στη στιγμή.[67]

Να μην απομακρυνθούν από Θεσσαλονίκη όσοι επέβαιναν του αεροπλάνου, που έριξε τη χρηματαποστολή στα χωράφια της Κοζάνης. ΙΑΜ,ΓΔΔΜ, Φ13/9

Γρήγορα οι γέφυρες Γρεβενών και Νεαπόλεως μπλοκαρίστηκαν και κατασχέθηκαν τα χρηματικά δέματα των επιβατών. Φέιγ βολάν κυκλοφόρησαν αμέσως με τους αριθμούς των τραπεζογραμματίων που δεν ίσχυαν.[68] Όταν η χρηματοστιβάδα ηρέμησε, μετρήθηκαν τα απωλεσθέντα χαρτονομίσματα σε 986.200.000 δραχμές, εποχή που μ΄ ένα εικοσάρικο έτρωγε κανείς 10 πιάτα φασόλια σούπα.[69]

Γιατί όχι;
Έγιναν ανακρίσεις. Οι αεροπόροι παρακολουθήθηκαν στενά[70] αλλά χρήματα δεν βρέθηκαν. Λίγους μήνες αργότερα ένας φόνος Κοζανίτη λοχία από συναδέλφους του, που περιπολούσαν έξω από το στρατόπεδο,[71] προκάλεσε υπόνοιες ότι είχε σχέση με τον ουράνιο παρά και πολίτες που μεγάλωσαν τις επιχειρήσεις τους θεωρήθηκαν κερδισμένοι από τη χριστουγεννιάτικη χρηματόπτωση. Βέβαια, μέσω ποιανής αιτιολόγησης θα μπορούσε να θεωρηθεί ένοχος όποιος συνέλεξε μάνα εξ ουρανού; Επίσης, μέσω τίνος κανόνος συνελήφθη πριν από λίγα χρόνια στη θέση Αϊ-Νικόλας Χρωμίου κομπανία Αιανιωτών κι άλλων θησαυροθήρων, οι οποίοι διάνοιγαν επί χρόνια σπήλαιο όπου πίστευαν ότι βρισκόταν θαμμένος όλος ο χρυσός του Δημοκρατικού Στρατού, μισθώνοντας ακόμα κι αλλόφωνους για σκάψιμο;

Δημοσιεύτηκε στην Παρέμβαση (Σεπτ. – Νοέμ. ΄99) 20-23. Ανακτενίστηκε 9.2.2019

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΑΡΧΕΙΑ
Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας (ΙΑΜ)
-ΓΔΔΜ, Φ.1-9-13-18
Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης (ΚΔΒΚ), Λυτά Έγγραφα
– 
Φ.70-72-85-102-129-138-154-155
Ληξιαρχείο Δήμου Φλώρινας
-ΛΠΘ 1948

ΒΙΒΛΙΑ-ΔΙΑΤΡΙΒΕΣ
Καλλιανιώτης Αθανάσιος, Οι Πρόσφυγες στη Δυτική Μακεδονία κατά την περίοδο 1941 -1946, διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Ιστορίας ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2007, https://phdtheses.ekt.gr/eadd/handle/10442/19183
Κρητίδης Παύλος, Ο πολυπρόσφυγας, Αθήνα 1985
Μπουσχότεν Βαν Ρίκη, Περάσαμε πολλές μπόρες κορίτσι μου, Πλέθρον, Αθήνα 1998
Παπακωνσταντίνου Μιχάλης, Το χρονικό της μεγάλης νύχτας, Εστία, Αθήνα 1999
Πιπιλιάγκας Χρυσόστομος, Η Ελλάς κατά την από του 1942 -1967 περίοδον: Εχθρική Κατοχή –Εαμοκρατία –Δεκεμβριανόν Κίνημα –συμμοριτοπόλεμος –Εθνική Επανάστασις, Αθήναι 1970
Πρωτοπαπάς Σαράντης (Κικίτσας), Χη μεραρχία του ΕΛΑΣ, Εθνική Αντίσταση στη Μακεδονία 1941–1944, επιμ. Ν. Μάργαρη, Αθήνα 1978
Ρόσιος Αλέξης (Υψηλάντης), Στα φτερά του οράματος, Εθνική Αντίσταση, διωγμοί μετά τη Βάρκιζα, Εμφύλιος 1946 –1949, πολιτική προσφυγιά, Κώδικας, Θεσσαλονίκη 1997
Σαββιλωτίδης Κοσμάς, Τα φαράγγια των Σερβίων, «Τα Κάστρα», Σέρβια 1998
Σιαμπανόπουλος Κωνσταντίνος, Χρήστος Μανώλης, ο ευεργέτης της Αιανής
Τσιούμης Γ. Κωνσταντίνος, Ιστορία της Αντίστασης στη Δυτική Μακεδονία, [1955] (δακτυλογραφημένο κείμενο)
Χάμμοντ Νίκολας, Με τους αντάρτες, 1943 –44, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1982
Hammond N., Δυτική Μακεδονία. Αντίσταση και συμμαχική στρατιωτική αποστολή 1943-1944, μετ. -σχόλια: Παρμενίων Παπαθανασίου, Παπαζήσης, Αθήνα 1992

ΕΦΗΜΕΡΙΔΕΣ
Ακρίται του Βορρά 1947
Βόρειος Ελλάς 1936
Ελληνική Μακεδονία 1950
Εστία 1944
Νέα Ευρώπη 1941-42
Το Φως (21.12.46

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ
Αραιοβηματάς Νικόλαος, ταμίας 53ου συντάγματος ΕΛΑΣ, συνέντευξης τη Λάρισα το 1995
Βόμβας Κωνσταντής, αγρότης, συνέντευξη στη Λευκοπηγή το 1993
Γάτας Αστέριος, αγρότης, συνέντευξη στην Κ. Κώμη το 1996
Γιώτα Μαρία, ιστορικός, συνέντευξη στην Κοζάνη το 1998
Γκαλγκουράνας Χαρίσης, αγρότης, συνέντευξη στην Αιανή το 1992
Γυλτίδης Δημήτρης, αντάρτης ΕΛΑΣ και ΔΣΕ, συνέντευξη στη Θεσσαλονίκη το 1998
Ζυγούρας Μήτσος, διοικητής μεραρχίας ΔΣΕ, συνέντευξη στην Αθήνα το 1994
Καλλιανιώτης Γρηγόρης, λογιστής, συνέντευξη στην Αιανή το 1999
Καπαγιαννίδου Βάσω, αντάρτισσα ΔΣΕ, συνέντευξη στο Βατερό το 1998
Κυριακίδης Κωνσταντίνος, ελασίτης, συνέντευξη στη Βέροια το 1995
Μανόπουλος Παρασκευάς, κοινοτικός γραμματέας, συνέντευξη στο Χρώμιο το 1998
Νομικός Χρήστος, διοικητής διλοχίας ΔΣΕ, συνέντευξη στην Αθήνα το 1993
Παπακάλας Χαρίσης, αγρότης, συνέντευξη στον Κρόκο το 1997

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1] Κοβεντάρειος Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης (ΚΔΒΚ), Λυτά Έγγραφα (ΛΕ), Φ85/79/52, Προεκλογική προκήρυξη του κεντρώου υποψήφιου βουλευτή Ευρυπίδη Νεράντζη από τη Σιάτιστα στις 25.3.1946
[2] Παπακάλας Χαρίσης, αγρότης, συνέντευξη στον Κρόκο το 1997
[3] Γκαλγκουράνας Χαρίσης, αγρότης, συνέντευξη στην Αιανή το 1992
[4] Σιαμπανόπουλος Κωνσταντίνος, Χρήστος Μανώλης, ο ευεργέτης της Αιανής, σ. 16 -18
[5] Παπακωνσταντίνου Μιχάλης, Το χρονικό της μεγάλης νύχτας, Εστία, Αθήνα 1999, σ. 54, 63 και Καλλιανιώτης Γρηγόρης, λογιστής, συνέντευξη στην Αιανή το 1999
[6] Νέα Ευρώπη (13.5.41) 1 και (20.5.41) 1,2
[7] Νέα Ευρώπη (19.11.42) 2
[8] Νέα Ευρώπη (16.4.41) 1
[9] Νέα Ευρώπη (22.6.41)
[10] Νέα Ευρώπη (14/20.10.41)
[11] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ155/Β/4, Ανακοίνωση Τράπεζας Ελλάδος, Νομάρχης προς Δήμο, Κοζάνη 27.3.45
[12] Παπακωνσταντίνου, ό.π., σ. 293
[13] Καλλιανιώτης Γρηγόριος ό.π.
[14] Σαββιλωτίδης Κοσμάς, Τα φαράγγια των Σερβίων, «Τα Κάστρα», Σέρβια 1998, σ. 109
[15] Γυλτίδης Δημήτρης, αντάρτης ΕΛΑΣ και ΔΣΕ, συνέντευξη στη Θεσσαλονίκη το 1998
[16] Χάμμοντ Νίκολας, Με τους αντάρτες, 1943 –44, Ελληνική Ευρωεκδοτική, Αθήνα 1982, σ. 125 και Hammond N., Δυτική Μακεδονία. Αντίσταση και συμμαχική στρατιωτική αποστολή 1943-1944, μετ. -σχόλια: Παρμενίων Παπαθανασίου, Παπαζήσης, Αθήνα 1992, σ. 97. Επίσης Τσιούμης Γ. Κωνσταντίνος, Ιστορία της Αντίστασης στη Δυτική Μακεδονία, [1955] (δακτυλογραφημένο κείμενο), σ. 32
[17] Χάμμοντ, Με τους αντάρτεςό,π., σ. 52 και του ιδίου Δυτική Μακεδονίαό.π., σ. 95
[18] Παπακωνσταντίνου, ό.π., σ. 206
[19] Αραιοβηματάς Νικόλαος, ταμίας 53ου συντάγματος ΕΛΑΣ, συνέντευξης τη Λάρισα το 1995
[20] Πρωτοπαπάς Σαράντης (Κικίτσας), Χη μεραρχία του ΕΛΑΣ, Εθνική Αντίσταση στη Μακεδονία 1941–1944, επιμ. Ν. Μάργαρη, Αθήνα 1978, σ. 158
[21] List of Greek Resistance organizationshttps://en.wikipedia.org/wiki/List_of_Greek_Resistance_organizations
[22] Γάτας Αστέριος, αγρότης, συνέντευξη στην Κ. Κώμη το 1996
[23] Κυριακίδης Κωνσταντίνος, ελασίτης, συνέντευξη στη Βέροια το 1995
[24] Καλλιανιώτης Αθανάσιος, Οι Πρόσφυγες στη Δυτική Μακεδονία κατά την περίοδο 1941 -1946, διδακτορική διατριβή στο Τμήμα Ιστορίας ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2007, σ. 327, http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/19183#page/328/mode/2up
[25] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ85/104/20/14, Αφίσα Ι. Αντωνιάδη προς τον λαόν Κοζάνη, Φλωρίνης, Καστορίας
[26] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ155/Β/1, Δήμος Κοζάνης προς Κτηματική Τράπεζα, Αθήναι 5.11.45
[27] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ138/Δ/9, Εθνική Τράπεζα Ελλάδος 26.4.42
[28] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ154/Α/Ψ1/1 και ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ70/Α/98
[29] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ70/Γ/246, Νομαρχία προς Δήμο, Κοζάνη 13.7.1944
[30] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ70/α/98, Δήμος Κοζάνης, Απόφασις 192/14.10.44
[31] Καλλιανιώτης, ό.π.
[32] ΚΔΒΚ, ΛΤ, Φ70/Γ/224, Διαταγή Φρουράρχου Πλατσκομμανταντούρ, Νομαρχία προς Δήμο Κοζάνης 17.10.1944
[33] Αραιοβηματάς, Η αντίσταση στα Χάσιαό.π., σ. 124, 129
[34] ΚΔΒΚ, ΛΤ, Φ154/Α/Ε/12/13, Νομάρχης προς Κοινοτάρχες, Κοζάνη 18.2.1942
[35] ΚΔΒΚ, ΛΤ, Ερανική Επιτροπή ΕΕΣ προς Γκατζόφλιαν Χαρίσιον, Κοζάνη 9.6.44
[36] ΚΔΒΚ, ΛΤ, Ονομαστική Κατάσταση κατοίκων Κοζάνης προς παράδοσιν κλινοσκεπασμάτων και μεταλλικών ειδών εστιάσεως. Κοζάνη 5.9.44
[37] Καλλιανιώτης, Οι Πρόσφυγες, Παράρτημα σ. 187-8, http://thesis.ekt.gr/thesisBookReader/id/19183#page/748/mode/2up
[38] Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας (ΙΑΜ), ΓΔΔΜ, Φ.1,11
[39] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ70/Γ/34, Ν. Τσιαρτσιώνης προς Δήμον, Κοζάνη 17.11.44
[40] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ129
[41] Κρητίδης Παύλος, Ο πολυπρόσφυγας, Αθήνα 1985, σ. 182
[42] Αρχείο Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας, Φ415/23/8/172, έγγραφο ΠΕ ΚΚΕ Πτολεμαΐδας
[43] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ85/114/20/92, Αφίσα όπου ανακοίνωση αρχιστρατήγου Ρόναλντ Σκόμπυ
[44] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ72, Ανακοίνωσις Δημάρχου Κοζάνης 10.5.45
[45] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ153/Α, Κοινοποίησις διαταγής ΥΠΕΣ, Δήμος Κοζάνης 23.5.45
[46] Ρόσιος Αλέξης (Υψηλάντης), Στα φτερά του οράματος, Εθνική Αντίσταση, διωγμοί μετά τη Βάρκιζα, Εμφύλιος 1946 –1949, πολιτική προσφυγιά, Κώδικας, Θεσσαλονίκη 1997, σ. 199
[47] Βόρειος Ελλάς (15.8.36)
[48] Ελληνική Μακεδονία (27.2.50)
[49] Μπουσχότεν Βαν Ρίκη, Περάσαμε πολλές μπόρες κορίτσι μου, Πλέθρον, Αθήνα 1998, σ. 163
[50] Γιώτα Μαρία, ιστορικός, συνέντευξη στην Κοζάνη στις 12.7.1998
[51] Πιπιλιάγκας Χρυσόστομος, Η Ελλάς κατά την από του 1942 -1967 περίοδον: Εχθρική Κατοχή –Εαμοκρατία –Δεκεμβριανόν Κίνημα –συμμοριτοπόλεμος –Εθνική Επανάστασις, Αθήναι 1970, σ. 279
[52] ΚΔΒΚ, ΛΕ, Φ102/137, Δήλωσις Ι. Πάπιστα, Κοζάνη 26.6.45
[53] Βόμβας Κωνσταντής, αγρότης, συνέντευξη στη Λευκοπηγή το 1993
[54] Μανόπουλος Παρασκευάς, κοινοτικός γραμματέας, συνέντευξη στο Χρώμιο το 1998
[55] Ακρίται του Βορρά (30.6.47) 2
[56] ΙΑΜ, ΓΔΔΜ, Φ9/1, Έκθεσις υπηρεσιακής Κοινότητας προς Διευθυντήν, Πτολεμαΐς 31.3.45
[57] Νομικός Χρήστος, διοικητής διλοχίας ΔΣΕ, συνέντευξη στην Αθήνα το 1993
[58] Ζυγούρας Μήτσος, διοικητής μεραρχίας ΔΣΕ, συνέντευξη στην Αθήνα το 1994
[59] Νομικός, ό.π.
[60] Καπαγιαννίδου Βάσω, αντάρτισσα ΔΣΕ, συνέντευξη στο Βατερό το 1998
[61] τι νομισμα ειναι αυτο?, 2.9.2010, http://steki-syllekton.gr/index.php?topic=490.0
[62] Εστία 15 (10.9.44) 1
[63] Ληξιαρχείο Δήμου Φλώρινας, ΛΠΘ 4/1948
[64] Ελληνική Φωνή (2.11.46) 2
[65] ΙΑΜ,ΓΔΔΜ, Φ18/8, ΕΓΣ Εορδαίας-Αμυνταίου προς ΓΔΔΜ, 5.2.47
[66] Το Φως (21.12.46)
[67] Καλλιανιώτης, ό.π.
[68] Το Φως (21.12.46)
[69] ΙΑΜ,ΓΔΔΜ, Φ13/9, ΓΔΔΜ προς ΓΔΒΕ, 22.11.46
[70] ΙΑΜ,ΓΔΔΜ, Φ13/9, ΓΔΔΜ προς ΓΔΒΕ, 21.11.46
[71] Καλλιανιώτης, ό.π.

The post «Λίρες και χρήμα στο νομό Κοζάνης 1940-50»: Άρθρο Θανάση Καλλιανιώτη appeared first on giapraki.com.

«Κοζανίτικα και ιδιωματικό θέατρο» της Ματίνας Τσικριτζή Μόμτσιου

$
0
0

Η Ελλάδα των Τοπικών Ιδιωμάτων

Πριν από καμιά τριανταριά χρόνια είχα δώσει ένα σετ από οδηγίες στα Κοζανίτκα, με τίτλο «Πώς να μη σας ζαχαρώνει ο μπακλαβάς» Ξεκινούσε κάπως έτσι (είνι τρανό, δεν του γράφου όλου):

«Βάλτι ψίχα παραπάν λιμόν΄ του ζου΄στου σιρόπ΄. Όχ΄ να του φκιάστι κι ντιπ τιτραπέτσ΄! Ακόμα κι άμα σας ξιφύβγ΄ μιάφρα, μην του φουρλιάζτι. Κέρασέτι του για λιμουνάδα.
Μην τουν κόβτι μι νότιου μαχαίρ΄, δεν κάμ΄… Σιαλβέτα δεν έχτι να του σφουγγίστι;
Μη τουν χάφτι στα μούτκα απ’ του σνι μι του χέρ΄ – πώς φκιάν καμόσοι που πιριλαβαίν τα καπάκια πρώτα κι ύστρα τα παρακάτ΄ τα στρώματα… Θα τουν γιουμώστι σάλια αγλείφουντας, κι ξέρτι τι λέει η Χημεία για τα σάλια στου μπακλαβά!… Του νού σας!»
…………………………………………………….
Άμα το δημοσίευα ξανά σήμερα … οι παραπάν οι μπακλαβάδις θα ήταν ζαχαρουμένοι! Λίγοι θα καταλάβαιναν και θα αξιοποιούσαν όλη αυτή η συμπυκνωμένη μαγειρική σοφία!!! Τόσο πολύ απομακρύνθηκε ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού από το Κοζανίτικο ιδίωμα της αμέσως προηγούμενης φάσης. Πού να πάμε και παραπίσω…

Σε τι γλώσσα θα γράφουν λοιπόν όσοι ασχολούνται με το ιδιωματικό θέατρο, όταν το κοινό-στόχος θα πάψει να έχει τη βιωματική σχέση μαζί του που έχουν αρκετοί συμπολίτες μας ακόμη;

Μήπως δεν θα θεωρείται σημαντική αυτή η μορφή θεατρικής έκφρασης σε λίγα χρόνια, και θα εξαφανιστεί σιγά-σιγά; Και πόσο αυτό εξαρτάται από την αίσθηση που έχουμε σήμερα για την σπουδαιότητα του ιδιωματικού θεάτρου ώστε να πιστέψουμε ότι αξίζει να το προστατέψουμε;

ΛΟΓΟΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ
Η χρήση τους θα προσέδιδε ζωντάνια, δύναμη και κυρίως ρεαλισμό , όπου αυτός ο τελευταίος είναι επιθυμητός. Επιπλέον θα αποδείκνυε ότι ο κόσμος του θεάτρου γενικά αποδέχεται και προβάλει τη γλωσσική πολυμορφία στο βαθμό που ένας τέτοιος χώρος πρέπει να έχει ανοιχτούς ορίζοντες σε όλα τα επίπεδα, μεταξύ άλλων και στο επίπεδο του θεατρικού κειμένου. Θα βοηθούσε τέλος και στην κατανόηση της συνολικής πνευματικής παραγωγής της χώρας μέσα από την βαθύτερη γνώση της περιφερειακής της διάστασης, στη γλώσσα που εκφράζει κι όσους δημιουργούς επιλέγουν σαν όχημα τα ιδιώματα.

ΤΙ ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ?
Είναι πράγματι πολύ ενδιαφέρον να δούμε τη θεατρική ποικιλομορφία να εμπλουτίζεται συνεχώς περισσότερο, με καινούργιους κώδικες επικοινωνίας πέρα από την Κοινή. Με έργα που είτε θα γράφονται εξ ολοκλήρου στο ιδίωμα, είτε θα εισάγουν χαρακτήρες – αυθεντικούς ομιλητές κάποιου ιδιώματος.

Σε ποια μορφή θα γράφουν λοιπόν όσοι ασχολούνται με την ιδιωματική θεατρική παραγωγή?

Τι φάση περνάνε τα ιδιώματα αυτή τη στιγμή?

Τα Κοζανίτικα π.χ. έχουν μείνει στην εποχή που τα απέδιδαν γραπτά ο Νάσης Αλευράς, ο Ζήνων Πιτένης, ο Λεωνίδας Παπασιώπης, ο Μήτσος Διάφας, ο Βασίλης Φόρης και οι υπόλοιποι της δεκαετίας του 50? Έχουν μείνει εκεί που τα συνάντησαν και τα απογείωσαν οι εκπρόσωποι της δικής μας της γενιάς, ο Στράτος ο Ηλιαδέλης, ο Γιάννης ο Βανίδης, ο Λάζος ο Κουζιάκης, η Άννα η Ρεπανά, η Λόλα η Κουζιάκη, ο Γιάννης ο Κορκάς, η γράφουσα κι ένα σωρό άλλοι? Κι ανάμεσά τους κι αυτοί που προαναφέρθηκαν ως εκπρόσωποι του ιδιωματικού θεάτρου στην πόλη μας?

Σίγουρα όχι. Δεν ξέρω αν μπορεί να χαρακτηριστεί φάση του ιδιώματος αυτό που μιλάει η σημερινή γενιά χρηστών, που ούτως ή άλλως αποτελεί ένα μέρος μόνο του γενικού πληθυσμού του τόπου, σε αντίθεση με το παρελθόν. Θα πρέπει να μας το πουν οι γλωσσολόγοι. Αν δηλαδή μπορεί να θεωρηθεί Κοζανίτικο ιδίωμα αυτός ο κώδικας που διατηρεί αρκετά από τα στοιχεία προφοράς αλλά περιορισμένο μόνο μέρος του παλιότερου λεξιλογίου, σε συνύπαρξη με αμέτρητες λέξεις της Κοινής, πολλές από τις οποίες είναι πλέον δάνεια από την Αγγλική. Φαντάζομαι το ίδιο θα ισχύει κ για τα υπόλοιπα ιδιώματα.

ΦΑΣΗ ΙΔΙΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΟ
Ως προς τη χρήση του πάντως για παραγωγή θεατρικού λόγου, τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα νομίζω.

Αν το έργο θέλει να απεικονίζει μια ρεαλιστική όψη της κοινωνίας και η πλοκή του τοποθετείται περίπου πριν από τη δεκαετία του 70, οπότε και κυριάρχησε η Κοινή, τότε το ιδίωμα θα πρέπει να χρησιμοποιείται στη μορφή που το βλέπουμε στα περισσότερα κείμενα. Και θα απευθύνεται σε περιορισμένο ακροατήριο.

Αν όμως εμφανίζεται ως ρεαλιστικό και φέρει επί σκηνής την σύγχρονη πραγματικότητα τότε θα είναι πιο κοντά στην Κοινή. Και θα απευθύνεται σε πιο ευρύ ακροατήριο.

Είναι αυτονόητο βέβαια ότι η γλώσσα που θα χρησιμοποιούν οι χαρακτήρες θα εξαρτάται από το τι ιδιότητες τους προσδίδουν οι συγγραφείς. Και όσοι είναι από 70 και κάτω φαίνεται μάλλον απίθανο να μιλάνε όπως οι παππούδες τους το 1950! Εκτός αν μας πείθει ο συγγραφέας ότι βρίσκονται σε μια γλωσσική γυάλα και δεν επηρεάστηκαν ούτε από την μόρφωσή τους (η συντριπτική πλειοψηφία τελείωσε τουλάχιστον το γυμνάσιο) ούτε από τα ΜΜΕ ούτε από το τι ακούνε γύρω τους.

Η άποψη μου ως μη ειδικού μεν αλλά ως μέλους αυτής της γλωσσικής ομάδας είναι ότι οι σημερινοί χρήστες μιλάνε μια μορφή ιδιώματος κυρίως όταν βρίσκονται μαζί με άλλους χρήστες. Κι αυτό γιατί θέλουν να ζεστάνουν την ψυχή τους, διατηρώντας ακόμη στοιχεία κοινής ζωής που τους κάνει να αισθάνονται ότι ανήκουν σε μια ομάδα. Όσο πιο μικρή, τόσο πιο ζεστή…

…………………………………………………………………………
Πουλλά σας είπα πάλι Κυριακιάτκα.
Η συνέχεια στου άλλου του επεισόδιου (τιλιφταίου).
Άντι να σκουθούμι τώρα να μάσουμι ψίχα ήλιουν μι δόντια.
Ψόφους – ξιψόφους, ηΧιόνη δεν είνι σαν τα πρώτα τα τρανά τα ντουρλάπια
Ντιπ δεν μας παίδιψιν ιμάς στην Κοζάνη
Λέτι να ΄νι αξαδέλφ΄μι τς θκές μας τς Χιονίες, κι να μας αλυπήθκιν?

Ματίνα Τσικριτζή Μόμτσιου

Θεατρική Σκηνή Κοζάνης

The post «Κοζανίτικα και ιδιωματικό θέατρο» της Ματίνας Τσικριτζή Μόμτσιου appeared first on giapraki.com.

«Η Κοζανίτικη Αποκριά –Μνήμες Παλιές» της Φανής Φτάκα Τσικριτζή

$
0
0

Ξεκινά σήμερα, Τσικνοπέμπτη,  η λαμπρότερη γιορτή της πόλης Κοζάνης, η Αποκριά. Οι Απουκρές, όπως τις αποκαλούσαν  οι πιο παλιές γενιές Κοζανιτών, που τις θεωρούσαν ανώτερες κι από τα Χριστούγεννα και  τις γιόρταζαν πάντα με περίσσιο πάθος και μεράκι.

Από τότε που, για πρώτη φορά, οι μεταμφιεσμένοι κωδωνοφόροι της πόλης, τα περίφημα Ρουγκατσιάρια, εμφανίζονται σε καταγραφή  του ιερού κώδικα του Ναού του Αγίου Νικολάου του έτους 1747, λόγω των χρημάτων που δώριζαν στον Ναό, κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι. Τα Αποκριάτικα δρώμενα της πόλης γνώρισαν πολλές καλές μα και άσχημες στιγμές: αλληλοσκοτωμούς  μεταμφιεσμένων αδελφών ( της Μπήλιως τα νημόρια, 1860) αλλά και άλλων μασκοφόρων (Γιτιά, 1908), απαγορεύσεις από τις Οθωμανικές Αρχές του Μοναστηρίου (1860), άρση αυτών, αλλαγή ημερομηνίας τέλεσης τους (1902), αναβίωση αυτών με πιο πανηγυρικό τρόπο από το 1938, επί Δημαρχίας Α.Τέρπου, πιο οργανωμένη εμφάνιση και  ένταξη αυτών υπό την αιγίδα του Δήμου, με μικρή χρηματοδότηση για πρώτη φορά επί δημαρχίας Ι.Παπαγιάννη (1981) και με πιο γενναία από το 1983 επί δημαρχίας Ι. Παγούνη και εντεύθεν, πριν καταλήξουμε στις σύγχρονες 12ήμερες Αποκριάτικες Εκδηλώσεις.

Ποιές ανάγκες όμως οδήγησαν τους Κοζανίτες να γιορτάζουν την Αποκριά με την ίδια πάντα ζωντάνια;

Είναι η  ίδια ανάγκη ευωχίας και ανατροπής που οδηγούσε τους αρχαίους λαούς (Βαβυλώνιους, Έλληνες, Ρωμαίους) αλλά και το Βυζάντιο αργότερα  σε γιορτές ξεφαντώματος , φαλλικής έκφρασης και ανατροπής με επίκεντρο λατρείας το θεό Διόνυσο και άλλους ; Είναι μια γιορτή έκφρασης των λαϊκών τάξεων της πόλης, φερμένη από τους Ηπειρώτες εποικιστές της γύρω στα 1650 που επιβίωσε στο διάβα του χρόνου ντυμένη με μεγάλη ποικιλία μανδυών; Είναι η ανάγκη των απλών ανθρώπων να υποβοηθήσουν με μαγικό τρόπο τη φύση να βλαστήσει και να αναζωογονηθεί; Είναι μια εσωτερική ανάγκη των ανθρώπων για ξεφάντωμα,  αμφισβήτηση  και ανατροπή της ιεραρχίας, των κοινωνικών συμβατοτήτων, της κατάργησης των ορίων  και της φυσικής τάξης των πραγμάτων, έστω και για μέρα το Χρόνο , όπως γιορταζόταν η Αποκριά παλιότερα; Όλα αυτά μαζί,  γι’ αυτό και η Αποκριά έφθασε ζωντανή και λαμπερή μέχρι τις μέρες μας.

Ποιο είναι όμως το πνεύμα της Κοζανίτικης Αποκριάς που τη διαφοροποιεί από όλες τις άλλες γιορτές του Δωδεκαημέρου ( Κλαδαριές Σιάτιστας και Φλώρινας, Μπούμπαροι Επταχωρίου, Λουγκατσιάρια Μεταμόρφωσης, Ρουγκατζιάρια Τρανοβάλτου)  και του Τριωδίου τόσο στη Δυτική Μακεδονία όσο και πανελλαδικά;

Η ειδοποιός διαφορά της ήταν και είναι οι Φανοί που άναβαν παλιότερα σε κάθε γειτονιά και σε κάθε σταυροδρόμι της πόλης, φέρνοντας τη γειτονιά πιο κοντά μες την καρδιά του χειμώνα και κάνοντας τους παρεξηγημένους όλο το χρόνο γείτονες να μονιάσουν και πάλι μέσα από τη διαδικασία της συγχώρεσης μ’ ένα και μοναδικό σκοπό, το άναμμα του Φανού.  Ο Φανός, συνδυασμός της φωτιάς με το ιδιότυπο αποκριάτικο τραγούδι και το χορό γύρω απ’ αυτή, αποτελεί ουσιαστικά τη μεγάλη γιορτή της γειτονιάς και την πεμπτουσία της Κοζανίτικης Αποκριάς. Ο Φανός που μέχρι τις αρχές του ‘ 80 άναβε μόνο την Κυριακή το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς, (Κυριακή της Τυροφάγου) μετά το τέλος της εκκλησίας και κρατούσε αργά μέχρι και μετά τα μεσάνυχτα.

Ο Φανός όμως πάνω από όλα ήταν και εξακολουθεί να είναι οι άνθρωποι, οι άνθρωποι των λαϊκών κυρίως στρωμάτων της πόλης σε παλιότερες εποχές (αγρότες, εργάτες, τεχνίτες, τσαγγάρηδες, υδραυλικοί, ράφτες, μπακάληδες, φούρναροι), καθώς η μεσαία και αστική της τάξη γιόρταζε την Αποκριά στα νυχτερινά κέντρα της εποχής. Οι άνθρωποι  που τον άναβαν λέγοντας τα φαλλικά τραγούδια γύρω από τη φωτιά με το ίδιο πάθος και την ίδια ένταση αλλά και την ίδια θρησκευτική ευλάβεια που χόρευαν το τσάμικο μπροστά στο Δεσπότη, μες την αυλή του Δεσποτικού στη Β’ Ανάσταση νιώθοντας βαθειά μέσα τους ότι έπαιρναν μέρος σε ένα τελετουργικό που κληρονόμησαν από τους προγόνους τους και που δεν έπρεπε με τίποτα να σβήσει ή να αλλάξει παρά τις αντίξοες πολλές φορές εξωτερικές συνθήκες. Η Λιζέτα Κρανιώτη από το Φανό του Αγίου Δημητρίου θυμάται χαρακτηριστικά τον θειό της Στέργιο Βλάχο, αδελφό της μάνας της και ξακουστό αντάρτη, τον Καπετάν –Φώτη, να έχει μόλις γυρίσει από τη φυλακή, μετά τον Εμφύλιο, μεσ’ τη δεκαετία του ‘50 και παραμονές της Κυριακής της Μεγάλης Αποκριάς, να παίρνει τα όργανα με τη Λιζέτα μαζί, ντυμένη τσολιά, και να γυρίζουν χορεύοντας όλη την Κοζάνη, από το Συνοικισμό μέχρι τη Σκρκα και τα Ηπειρώτικα, ενώ έξω χιόνιζε και ήταν ψόφος κρύο.

Οι προεξάρχοντες του Φανού, απλοί και σοβαροί στην καθημερινότητα τους,  ευσεβείς χριστιανοί οι περισσότεροι από αυτούς, την Αποκριά λες και μετουσιώνονταν σε άλλες υπάρξεις, όλο φλόγα και σθένος και χωρίς να ντρέπονται καθόλου έλεγαν τα ξεδιάντροπα τραγούδια τους με δυνατή γεμάτη πάθος φωνή, συνοδεύοντας τα με αντίστοιχες πολλές φορές κινήσεις. Αυτήν ακριβώς την διπρόσωπη εικόνα των ανθρώπων  της Κοζανίτικης Αποκριάς, μετέφερε και ο Γιώργος Γκάτζιαρης, στον Μητροπολίτη Διονύσιο, όταν ο τελευταίος, νεοφερμένος στην πόλη, δήλωνε ευχαριστημένος βλέποντας την εκκλησία του Αγίου Νικολάου γεμάτη από πιστούς στον εσπερινό της Συγχώρεσης, το απόγευμα της Κυριακής της Τυροφάγου.  Ο Γιώργος Γκάτζιαρης, έμπορος και προμηθευτής του Ναού του Αγίου Νικολάου σε γίδινα κιλίμια και διαδρόμους αλλά και γείτονας και μέλος του Φανού Κατσ’κάθκα τη δεκαετία του ’50 δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη απαντώντας πολύ εύστοχα στο Δεσπότη ότι είναι οι ίδιοι άνθρωποι που θα  γίνουν μασκαράδες και θα βγουν στους Φανούς το βράδυ, υποδεικνύοντας εμμέσως πλην σαφώς στον Διονύσιο τη μετριοπαθή στάση που έπρεπε να κρατήσει για τα αποκριάτικα δρώμενα στην πόλη. Φυσικά δεν είχαν όλοι οι άνθρωποι της εκκλησίας την ίδια γνώμη  για το καρναβάλι, το πιο φωτεινό παράδειγμα ανοχής ήταν του μητροπολίτης Ιωακείμ , ενώ η πιο  κραυγαλέα εχθρική στάση ήταν αυτήν του παπά απ’ του Σουφλάρι που έκαψε το καρναβάλι το 1965 και τον οποίο οι Κοζανίτες διακωμώδησαν επινοώντας το αντίστοιχο σατυρικό τραγουδάκι.

Οι Φανοί της Κοζάνης επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη αντοχή στο χρόνο, εκτός από την ανοχή της Επίσημης Εκκλησίας , πλην ελαχίστων εξαιρέσεων γνώρισαν και την ανοχή των διαφόρων κατακτητών (Τούρκων, Γερμανών). Έτσι , τον καιρό της Κατοχής άναψαν στις περισσότερες γειτονιές της πόλης με τους Κοζανίτες να προσπαθούν να απαλύνουν τις πολύ δύσκολες κατοχικές μέρες επινοώντας μέχρι και τραγούδια όπως αυτό της Πείνας του ‘42.  Τον καιρό της Χούντας όμως οι Φανοί δεν άναψαν, πλην ελαχίστων και πολύ περιορισμένων εξαιρέσεων, παρά τις επανειλημμένες προσκλήσεις και τα δέλεαρ των τοπικών χουντικών αρχών προς τους διοργανωτές, εκφράζοντας μ’ αυτό τον τρόπο τη σιωπηλή διαμαρτυρία των λαϊκών ανθρώπων στο καθεστώς της 7χρονης τυρρανίας.

Το τελετουργικό του Φανού, έτσι όπως αυτός εξελισσόταν μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες  παραπέμπει σε αρχέγονες πρωτόγονες ανθρώπινες τελετές αφού περιλάμβανε διάφορα στάδια:την προετοιμασία του Φανού, τη συγχώρεση μεταξύ των βασικών μελών του πριν το άναμμα της φωτιάς πάνω στο βωμό, την έναρξη του χορού με τον κορυφαίο τραγουδιστή επικεφαλής να συντονίζει τα αργά βήματα όλων των μυημένων, το τραγούδι με την ολοένα αυξανόμενη ένταση και  τους κύκλους γύρω από τις φλόγες της φωτιάς, οι οποίες με τη βοήθεια του κρασιού συντελούσαν στην ανάταση της καρδιάς και της ψυχής του ανθρώπου και στην απελευθέρωση του τις μεν πρώτες ώρες με λόγια γεμάτα υπονοούμενα, σκετς και κινήσεις, αργά δε το βράδυ με τα ξεδιάντροπα τραγούδια. Μετά την αναχώρηση των γυναικών και των παιδιών, γύρω στα μεσάνυχτα, ο  κύκλος του χορού έμοιαζε να κλείνει ανοίγοντας αποκλειστικά στους πιο μυημένους, τους άνδρες, που μαζεύονταν γύρω από τη φωτιά για να πουν τα ξίτκα, τα ξεδιάντροπα, τα χωρίς όρια και φραγμούς φαλλικά τραγούδια. Ο άγραφος προπολεμικός νόμος ήταν πολύ αυστηρός και δεν επέτρεπε στον κύκλο των μυημένων ενηλίκων ούτε την παρουσία καν των νέων παλικαριών της γειτονιάς. Ο Γιάννης Τσιμπέρης, κορυφαίος τραγουδιστής στο Φανό Κεραμαριό θυμάται ότι στα Μπουντανάθκα παρόλο που ήταν πιτσιρικάς οι άνδρες τους έβαζαν αργά το βράδυ μέσα στο Φανό, στο Κεραμαριό όμως, δεν επέτρεπαν στους μικρούς, ούτε να παρίστανται, μόνο ο Φώνης, ο μεγαλύτερος αδελφός του είχε αποκτήσει αυτό το προνόμιο με την άδεια του Λιόλιου Μπάμπου,  γιατί στην παρέλαση ο Λιόλιος, ντυμένος πάππος έκανε σκέρτσα και κυνηγούσε το Φώνη που ήταν ντυμένος γριά.

Μετά την Κατοχή βέβαια τα πράγματα άλλαξαν, απελευθερώνοντας τους ανθρώπους από διάφορα ταμπού, επιτρέπονταν πλέον και στις γυναίκες να κάθονται μέχρι αργά το βράδυ στο Φανό και να ακούν μέχρι και τα ξίτκα. Δεν ήταν όμως και σπάνιες οι γυναίκες που ξεπέρασαν νωρίτερα αυτές τις προκαταλήψεις και στάθηκαν στην κορυφή του χορού με ξεδιάντροπα τραγούδια, παρουσία των ανδρών. Χαρακτηριστικά  παραδείγματα η Ειρήνη Τράγια από τη Σκ’ρκα και η Αλεξάνδρα Πάπιστα -Κόκκα από τα Καρακλανάθκα. Υπάρχουν ακόμα και χαρακτηριστικά παραδείγματα γυναικείων αποκλειστικά Φανών, όπως αυτός στης Μπηνιώς το Πηγάδι, στο σταυροδρόμι του Γκατζογιάννη ή στα Καρακλανάθκα που γίνονταν από κοπέλες ή μεγάλες σε ηλικία γυναίκες.

Σε πιο παλιές εποχές ο Φανός σήμαινε τραγούδι και ήταν μόνο τραγούδι. Τα όργανα μπήκαν στο Φανό προς το τέλος της δεκαετίας του ‘50. Έτσι το τελετουργικό των Φανών επέβαλλε και άλλους κανόνες. Την ιεραρχία και τον σεβασμό των νεοτέρων προς τους μεγαλύτερους δίνοντας  πάντα το προβάδισμα στους κορυφαίους τραγουδιστές, που ήταν συνήθως και οι γεροντότεροι. Οι μικρότεροι ακολουθούσαν μόνο. Ο κάθε κορυφαίος έλεγε τα τραγούδια που ήξερε καλύτερα και χωρίς να μονοπωλεί το τραγούδι έδινε πολλές φορές πάσσα και σε άλλους καλλίφωνους. Μ’ αυτόν τον τρόπο το τραγούδι και ο χορός κρατούσαν μέχρι αργά το βράδυ. Οι κορυφαίοι συνήθιζαν να ανοίγουν τον χορό με τα ίδια τραγούδια πάντα, συνήθως κλέφτικα ή της αγάπης. Έτσι ο Δούρβας Γιώργος στο Φανό Αριστοτέλη έλεγε το «Γιάννινα, μωρέ Γιάννινα, μην πας για λάχανα……» ο Μπαρμπα Μπίλιος στα Καρακλανάθκα «το βλάχα μωρέ βλάχα», ο Αργύρης Λιούτσας στον Αη -Δημήτρη «το Ηλιε μ’ τι άργησες να βγεις….» ενώ ο Γιαννης Τσιμπέρης στο Κεραμαριό τραγουδούσε «τα λιβάδια μωρέ Διαμάντω……».

Φυσικό ήταν ο Φανός που κρατούσε ώρες να συνοδεύεται και από κάποια τροφή, χάρη στην οποία έπαιρναν δυνάμεις οι τραγουδιστές και έρχονταν στο κέφι. Σ’ αυτήν είχαν πρόσβαση μόνο τα βασικά μέλη και στελέχη του  Φανού και όχι όλος ο κόσμος όπως σήμερα, έτσι κι αλλιώς οι Φανοί σε παλιότερες εποχές γίνονταν για τη διασκέδαση των ίδιων των γειτόνων, τα έξοδα ήταν ρεφενέ και οι ελάχιστοι επισκέπτες τους από άλλες γειτονιές ήταν φίλοι ή συγγενείς των χορευτών.  Οι βασικές τροφές του Φανού ήταν το κρασί και το φαί στο τέλος της βραδιάς, αλλού κεφτέδες και κιχιά και αλλού πενιρλί. Στην ιστορία πέρασε το πενιρλί της Λόλας Τσιάρα και οι κεφτέδες της Τασίτσας Μαγούλα, που προσφέρονταν για χρόνια στα Μπουνταναθκα με το σβήσιμο του Φανού και στα Αλώνια αντίστοιχα.

Έτσι ο Φανός εκφράζοντας την καρδιά και την ψυχή της Κοζανίτικης Αποκριάς και των ανθρώπων της, άρρηκτα συνδεδεμένος με την ιστορία και τον πολιτισμό της πόλης μας έφθασε αλώβητος, ζωντανός και λαμπερός μέχρι σήμερα.

Καλές Απουκρές

Φανή Φτάκα Τσικριτζή

ΥΣ: Οι δυο φωτο είναι από το Φανό της Γιτιάς, η ασπρόμαυρη αρχές του ’50 και η έγχρωμη των τελευταίων χρόνων.

Βιβλιογραφία

 

  • Αποκριά στην Κοζάνη   από μέσα απ’ το χορό….. της Ματίνας Τσικριτζή Μόμτσιου, ΔΕΠΑΚ, Μάρτιος 2000
  • Τα κυπρά κι τα κουδούνια του Στράτου Ηλιαδέλη, Ελιμειακά, Τεύχος 21, Δεκέμβριος 1988

 

 

The post «Η Κοζανίτικη Αποκριά – Μνήμες Παλιές» της Φανής Φτάκα Τσικριτζή appeared first on giapraki.com.

«O Φανός της Γιτιάς σε παλιότερες εποχές» της Φανής Φτάκα-Τσικριτζή

$
0
0

Σήμερα που ανάβει ο Φανός της Γιτιάς, αξίζει νομίζουμε  ένα μικρό αφιέρωμα, είδος τιμής στους ανθρώπους που οργάνωναν από τις αρχές του 20ου αιώνα το Φανό , ο οποίος ανήκει στη χορεία των ιστορικών Φανούς της πόλης, με αδιάλειπτη παρουσία όλα τα χρόνια στην κοζανίτικη  αποκριάτικη σκηνή .

Ο Φανός  άναβε πάντα στην ίδια ομώνυμη πλατεία, επί της οδού Γεωργίου Τιόλη, μπροστά από την ταβέρνα του Μήτσιου  Μανώλα και το μπακάλικο του Νίκου Λαδά από τη μια μεριά με το σπίτι του Κώστα Ντόλα από την άλλη.

Ως  παλιότερος  κορυφαίος τραγουδιστής του Φανού αναφέρεται ο Μαργαρίτης  Μαργαρίτης(1867-1968) που πουλούσε κόκκινο χώμα. Μέχρι τα βαθιά του γεράματα, έσερνε το χορό στην αυλή του δεσποτικού το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα, στη Β Ανάσταση με το τραγούδι «Σήμερα κι άιντι Γιαννιό μου….». Ο ίδιος πάλι,  τ’ Αη Βασιλιού, τα Φώτα και τ’ Αη-Γιαννιού ζώνονταν τα κυπρά και τα κουδούνια και μαζί με άλλους γίνονταν ρουγκατσιάρια γυρνώντας στα σπίτια που γιόρταζαν. Αργότερα, επί Δεσπότη Διονυσίου, τα παιδιά του, Γιώργος (1898) και Στέργιος συνέχισαν όχι μόνο το έθιμο της Β’ Ανάστασης  αλλά διαδέχτηκαν τον πατέρα τους και στην κορυφή του χορού στο Φανό της γειτονιάς τους, στη Γιτιά. Πολύ καλοί τραγουδιστές και οι δυο, ο Γιώργος διαθέτοντας πιο γλυκιά φωνή από το Στέργιο, το 1916-17, σε ηλικία μόλις 18 ετών τραγουδούσε μέχρι και σε γιορτάσια, ενώ ο Στέργιος συμμετείχε περισσότερο στο Φανό.  Τραγουδιστής καλός επίσης ήταν και ο εγγονός του Στέργιου Μαργαρίτη, που έφερε το όνομα του, ο οποίος τραγουδούσε στο Φανό από το ‘80 και μετά, πριν γίνει παπάς. Άλλοι κορυφαίοι τραγουδιστές, συνομήλικοι των αδελφών Μαργαρίτη, ήταν ο Θύμιος Καλημέρης και ο Νάννος Καραμπόζας .

Προπολεμικά και μεταπολεμικά με τους τόσους καλλίφωνους που διέθεταν  κυριαρχούσε το τραγούδι στο Φανό, γι’ αυτό και τα όργανα έκαναν αρκετά καθυστερημένα την εμφάνιση τους. Τα πρώτα χάλκινα ήρθαν το 1975 από το Μηλοχώρι  Πτολεμαίδας. Τα προηγούμενα όμως χρόνια τοπικοί Κοζανίτες οργανοπαίχτες σαν το Μήτρο Μπήκα(Τζιόλα) και το γιό του Μήτρο που έπαιζαν νταούλι και ζουρνά μαζί με τον Μανώλη Καλαμπούκα που  έπαιζε επίσης νταούλι ανακατεύονταν στο Φανό μαζί με τις φωνές των τραγουδιστών την Κυριακή το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς.

Μεταπολεμικά ως βασικά μέλη του Φανού αναφέρονται  ο Νίκος και Λεωνίδας Πλόσκας, ο Τάκης (Γάκης) και ο Κώστας Παφίλης, ο Μήτσος Μανώλας (Τσάρης),  ο Ζήσης Τσιτσέλης, ο Κώστας Γκουγκουβέλας, ο Γιώργος Χαλβατζής, ο Σάκης Σταυράκης (Γκατζαμήκας), ο Νίκος Καραμπόζας, ο Χάρης Μάρας , ο Τάκης και ο Νίκος Βαχτσεβάνος, ο Τάκης της Τζιάτζινας, ο Στέργιος Μαργαρίτης (Κατσαίος), ο Κόμπος Κων/νος, ο Νίκος Λαδάς.  

Ενεργά μέλη του Φανού πριν και μετά τον πόλεμο ήταν επίσης ο Κώστας Ντόλας και ο Γιώργος Παφίλης, οι γιοί  των οποίων Θύμιος και Αργύρης αντίστοιχα αλλά κι ο εγγονός του Κώστα, Γιώργος διετέλεσαν πρόεδροι του Φανού  για πολλά διαστήματα ο καθένας . Στις Απόκριες του 1956, ο Θύμιος Ντόλας θυμάται χαρακτηριστικά ότι αντί για φούντες με φιλουρίδια στόλισαν το Φανό με αφίσες του βουλευτή Γιώργου Βαρβούτη, που λίγες μέρες πριν, το Φεβρουάριο 1956, είχε εκλεγεί ανεξάρτητος βουλευτής Κοζάνης.

Στη δεκαετία του ‘50 ο Φανός της Γιτιάς  διέθετε μέχρι και ανεπίσημη ποδοσφαιρική ομάδα, στην οποία συμμετείχε και ο Λάζος Καλώτας, το αστέρι του Μακεδονικού  Κοζάνης εκείνης της περιόδου (1953-1958), γέννημα –θρέμμα της Γιτιάς. Η ομάδα της Γιτιάς έδινε φιλικά παιχνίδια και με άλλες ομάδες,  μεταξύ των οποίων και με τις αντίστοιχες από τις γειτονιές του Αη –Δημήτρη και τ’ Αλώνια. Μάλιστα στη δεκαετία του ‘60 η Γιτιά διέθετε δυο ακόμα ομάδες, τη Μαύρη Θύελλα Γιτιάς(1966)  και τον Π.Α.Ο. Γιτιάς (1967) με παίκτες τους Μάρα, Πλόσκα, Παφίλη, Τσιανάκα, Κοζιάκη, Καραγιάννη, Καραμπόζα, Τιάλιο, Καλέα, Σιαλβέρα, Νίκου, Μπέμπη. Το καλοκαίρι του 1968, ο ΠΑΟ απορροφήθηκε από το Λασσάνη Κοζάνης, ο οποίος  με τη σειρά του, το 1978, τροφοδότησε την επανασύσταση του Μακεδονικού.

Ο Φανός της Γιτιάς ήταν για πολλά χρόνια ανδροκρατούμενος.  Οι γυναίκες της γειτονιάς, όλες άριστες νοικοκυρές στα παρασκήνια,  δε συνηθιζόταν να βγαίνουν στο τζιαντέ, παρά προς το τέλος της δεκαετίας του ‘80 και μετά που έγινε ό Φανός Σύλλογος.

Ο Φανός της Γιτιάς άναψε και στην Κατοχή αλλά και επί Χούντας και πολλά χρόνια είχε την τύχη να έχει σταθερούς χορηγούς  τον Γιώργο Τόλιο, τον Τάκη Κοκκαλιάρη και τον Λιόνα (το Μαύρο), που επιχορηγούσαν το Φανό με σεβαστά για την εποχή ποσά.

Ευχαριστώ θερμά τον πρόεδρο του Φανού Γιτιάς για το φωτογραφικό αρχείο του Συλλόγου που μου παραχώρησε όπως και τον Παναγιώτη Καλημέρη  και τον Θύμιο Ντόλα, Αργύρη Παφίλη και Κώστα Τσιώρα για τις πληροφορίες που μου έδωσαν, ιδιαίτερα τον Κώστα Τσιώρα, μη κάτοικο Γιτιάς, ο οποίος  διαθέτει ένα καταπληκτικό πολύ ενημερωμένο αρχείο για τον αθλητισμό της πόλης Κοζάνης.

Φανή Φτάκα-Τσικριτζή

The post «O Φανός της Γιτιάς σε παλιότερες εποχές» της Φανής Φτάκα-Τσικριτζή appeared first on giapraki.com.

«Ο Φανός Μπουντανάθκα σε παλιότερες εποχές» της Φανή Φτάκα-Τσικριτζή

$
0
0

Σήμερα ανάβει ο Φανός Μπουντανάθκα.  Αξίζει νομίζουμε ένα μικρό αφιέρωμα τιμής στους ανθρώπους του Φανού, που τον διοργάνωναν προπολεμικά και μεταπολεμικά  μέχρι και το 1983, που πέρασε η διοργάνωση της Αποκριάς υπό την αιγίδα του Δήμου.

Τα Μπουντανάθκα ήταν ένας  τους ιστορικούς Φανούς της πόλης με συνεχή παρουσία στις Απόκριες όλα τα χρόνια, ακόμα και στην Κατοχή. Ο πρώτος Φανός της γειτονιάς Μπογδανάδικα άναβε στο σταυροδρόμι των οδών Τράντα και Χαρισίου Μεγδάνη, μπροστά από του Τάσου τ’ Πατιά το φούρνο (κρεοπωλείο Μπιμπίρη).

Στους πρωταγωνιστές της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου του Φανού  ανήκουν ο Γιώργος Τσιάρας, ο Τάσος Πατιάς (φούρναρης ) και ο Μανώλης Δημουδιάς (μπακάλης). Ως κορυφαίος τραγουδιστής αυτής της εποχής αναφέρεται ο Μιχάλης Μπηλιώνης (Χαλιούρας), συνομήλικος των Μαργαρίτηδων, που ζώνονταν τα κουδούνια και  έβγαινε στο Δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων μαζί με τα άλλα ρογκατσιάρια στο Τρίγωνο μπροστά από το Δημαρχείο και χόρευε και τσάμικο στη Β’ Ανάσταση στο Δεσποτικό μαζί με τους Μαργαρίτηδες.

Στις αρχές του ‘60, ο Φανός  μετακινήθηκε επί της οδού Ζαλόγγου,  στη διασταύρωση, έξω από το σπίτι του Γιώργου Μπαντώλα. Στη θέση αυτή διατηρήθηκε μέχρι το 1980. Μετά το ’80, μ’ αφορμή το θάνατο ενός νεαρού γειτονόπουλου, έξω από το σπίτι του οποίου στήνοντας ο  οντάς τις Απόκριες , ο Φανός μεταφέρθηκε λίγο πιο κάτω, στο πλατάνι, στο σημείο που γίνεται σήμερα.

Μπροστάρης και εμψυχωτής  του Φανού για πολλά χρόνια ήταν ο Μανώλης  Δημουδιάς, που διατηρούσε μπακάλικο επί της οδού Τράντα. Ο Μανώλης δεν ήταν μόνο η ψυχή του Φανού, αλλά και φανατικός οπαδός του ποδοσφαίρου, πρόεδρος της ομάδας Άτλας Κοζάνης το 1926 με ποδοσφαιριστές πολλά νέα παιδιά της γειτονιάς Μπογδανάδικα (Δεσποτικό) :Παναγιώτης Μοιραλής, Νικόλαος Σπάτας, Γεώργιος Μάραντος, Γεώργιος Πουγγίας. Ο Μανώλης μαζί με το Θόδωρο Πατιά και το Χρήστο Γκιθώνα αναλάμβαναν πάντα τα οργανωτικά του Φανού, (άρματα, πρόβες  για τραγούδια, κρασί). Το εναρκτήριο σάλπισμα του Φανού δίνονταν μετά τ’ Αη Γιανιού με μια ντουντούκα που κρατούσε ο Μανώλης στο χέρι περνώντας έξω από κάθε σπίτι της γειτονιάς για να αναγγείλει μ’ αυτόν τον εκκωφαντικό και συνάμα πανηγυρικό τρόπο ότι ήρθε η ώρα να κινήσουμι για τ’ς Απουκρές. Η συγκέντρωση προγραμματιζόταν κάθε χρόνο στο σπίτι του Χρήστου Τσιάρα, όπου μαζεύονταν κοντά 30 άτομα τη βραδιά για να κάνουν πρόβες τα τραγούδια.

 

Κορυφαίοι τραγουδιστές του Φανού από το ‘60 και μετά ήταν ο Χρήστος Τσιάρας, ο Γιώργος Μπαντώλας, ο Γιάννης Τζάλιας από τη Τζαμάρα και ο Θύμιος και η Μαρία Τσιουκάρα. Από το 1970 μέχρι και τα μέσα της δεκαετίας του ’80  κορυφαίος τραγουδιστής ήταν ο Σάββας Τσιάρας, γιός του Χρήστου. Ο Σάββας και ο Γιάννης Τζάλιας συμμετείχαν και στην χορωδία Άγιος Νικόλαος και Ελίμεια υπό τον Νίκο Λιούφη και Μάκη Βαχτσεβάνο αντίστοιχα. Από το 1985, επί δημαρχίας Παγούνη, κορυφαίοι τραγουδιστές ήταν ο Νίκος Μπαντώλας  που συμμετείχε από μικρός στο τραγούδι , ο Ντίνος Σπάνος , (το γένος Αλεξανδρή ), που τραγουδούσε μαζί με το Μανώλη Μπαντώλα, (μουσικό στο συγκρότημα Τακίμι) και ο Νικολής Βούρκας. Κοντά στους μεγάλους τραγουδιστές των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών από τα Μπουγδανάθκα «μαθήτευσαν» παίρνοντας το πτυχίο τους με άριστα δυο πολύ σημαντικοί τραγουδιστές του αποκριάτικου τραγουδιού στη δεκαετία του ‘80 και μετά: ο Θόδωρος Λάκκας, κορυφαίος στο Φανό Λάκκους τ’ Μάγγανι μέχρι σήμερα και ο Νικολής Βούρκας, κορυφαίος για πολλά χρόνια στο Φανό της  Σκ’ρκας.

Ο Φανός δε διέθετε μόνο άνδρες κορυφαίους τραγουδιστές αλλά και γυναίκες . Ξακουστή κορυφαία τραγουδίστρια  του Φανού, επικεφαλής του χορού των γυναικών αλλά και των ανδρών ήταν η Μαρία Τσιουκάρα. Έμπαινε στην κορφή υποστηριζόμενη από άλλες  καλλίφωνες γυναίκες σαν τις Μπαντώλαινες (Γίτσα, Λέγκω και Κατίνα) και την Λόλα Τσιάρα οι οποίες έβγαιναν νωρίτερα από τους άντρες στο Φανό.  Οι γυναίκες του Φανού συμμετείχαν πάντα δυναμικά όχι μόνο στο τραγούδι και στο χορό αλλά και στην προετοιμασία του Φανού, στόλισμα του οντά από το 1973 και μετά,  παρασκευή εδεσμάτων για τους τραγουδιστές και τα μέλη του Φανού. Ονομαστό ήταν το πενιρλί (πίτα) της Λόλας Τσιάρα , που προσφέρονταν κάθε χρόνο μετά τα μεσάνυχτα με τη λήξη της γιορτής.  Ετοίμαζαν ακόμα τα νηστήσιμα φαγητά (φασόλια και τουρσιά) της Καθαράς Δευτέρας.

Τα πρώτα όργανα (2  ζουρνάδες και ένα νταούλι) ήρθαν στο Φανό πριν τη Χούντα από την Αλεξάνδρεια  (Γιδά) με τα χρήματα που μάζευαν τα παιδιά με το τσινί. Αργότερα πήραν πολλές φορές τον Ανδρέα Γκόβα με καταγωγή από  Πυρσόγιαννη που κατοικούσε στα Ηπειρώτικα και έπαιζε καλό κλαρίνο.

Μες στη Χούντα επί δημαρχίας  Πολυζούλη συνέβη και το εξής περιστατικό, σύμφωνα με μαρτυρία του Σάββα Τσιάρα. Ο Φανός μες τη Χούντα άναψε μόνο την πρώτη χρονιά, το 1968. Ο Σάββας Τσιάρας μαζί με τον Αργύρη Πατιό και τον Γιώργο Τσίντζιλης πήγαν και πήραν στολές (τσιολάθκα) από το Δημαρχείο και άναψαν Φανό την Κυριακή το βράδυ της τρανής Αποκριάς. Κάποια στιγμή, αργά το βράδυ, κι ενώ ο Φανός είχε φουντώσει για τα καλά, μπούκαραν στο Φανό μια ομάδα Εσατζήδες μαζί με τον δήμαρχο Πολυζούλη ρωτώντας ποιος είναι ο Χρήστος Τσιαρας. Όλοι αρχικά πάγωσαν γιατί εκείνο το διάστημα είχαν γίνει διάφορες συλλήψεις Κοζανιτών από τη Χούντα. Τελικά μετά την πρώτη αναταραχή,  το κλίμα επανήλθε γιατί οι Εσατζήδες ήθελαν τον Χρήστο Τσιάρα να τραγουδήσει για μια ομάδα αξιωματικών της Χούντας με τις γυναίκες τους που εμφανίστηκαν σε λίγο στο Φανό. Βγήκε τότε ο Χρήστος Τσιάρας και παρουσία του δημάρχου είπε ένα από τα πιο γνωστά ξεδιάντροπα αποκριάτικα τραγούδια, κάνοντας όλες τις αξιωματικίνες να ξεκαρδίζονται στα γέλια και τους άνδρες τους να κοιτούν αμήχανα εδώ και κει προσθέτοντας μάλιστα και ένα καινούριο στίχο, -επινόηση της στιγμής, όπως το συνήθιζαν πολλές φορές οι κορυφαίοι –το «μωρ εσύ με το συγκούνι …….», με σαφείς υπαινιγμούς στις γούνες και στα λούσα των γυναικών των στρατιωτικών. Αποτέλεσμα πολύ γρήγορα το μπουλούκι των στρατιωτικών τα μάζεψε και έφυγε αφήνοντας τους ανθρώπους του Φανού να συνεχίσουν απτόητοι το κέφι τους.

Το τραγούδι του Χρήστου Τσιάρα

«Από πάνω απ’ τα κεραμίδια

Κρέμουντι τα δυο μου αρχ…..

Μωρ εισί μι του σπαλέτου

Κάτσι ουπάν και σιναζέτου

Μωρ εισί με του συγκούνι

Χαλέβεις  π…. μι κουδούνι

Όλος ο Φανός , σαν μια οικογένεια  συνήθιζε κάθε χρόνο μετά τις Αποκριές να γλεντά οργανώνοντας  μια εκδρομή στον Άγιο Νικόλα της Νάουσας.

 

ΥΣ Ευχαριστώ ιδιαίτερα τον Σάββα  Τσιάρα, Νίκο Μπαντώλα, Θύμιο Γκιθώνα, Ντίνο Σπάνο, Γιώργο Τζάλια, Λόλα Μπηλιώνη για τις πληροφορίες και τη διάθεση φωτογραφικού υλικού

 

Φανή Φτάκα-Τσικριτζή

 

The post «Ο Φανός Μπουντανάθκα σε παλιότερες εποχές» της Φανή Φτάκα-Τσικριτζή appeared first on giapraki.com.

«Οι φανοί και οι μεταμφιέσεις της Κοζάνης, μια ιστορία με πολύ παλιά καταγωγή» Του Στ. Καπλάνογλου

$
0
0

Από το 2012, όταν στην τηλεοπτική εκπομπή του FLASH TV ‘‘ ΠΡΟΓΟΝΙΚΕΣ ΕΣΤΙΕΣ: Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ” αποκαλύπταμε για πρώτη φορά την πιθανή ονομασία της αρχαίας πόλης που βρισκόταν στην θέση της Κοζάνης(Τύρισσα), αρχίσαμε μια συνεχή και επίμονη έρευνα για την εύρεση της ιστορίας αυτής της αρχαίας πόλης Ανάμεσα στα θέματα και ασχοληθήκαμε ήταν και η προσπάθεια σύνθεσης ηθών και εθίμων εκείνης της εποχής με ό,τι συμβαίνει σήμερα.

Ένα έθιμο που εξακολουθεί να υπάρχει στις ημέρες μας είναι το άναμμα φωτιάς και οι μεταμφιέσεις στις ημέρες της Αποκριάς, αλλά και τις ημέρες γύρω από την έναρξη κάθε καινούργιου χρόνου. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, όλες οι πληροφορίες που έφταναν, συνέδεαν αυτές τις γιορτές με την Διονυσιακή λατρεία της αρχαιότητος και πάντοτε, έντονη ήταν η αντίδραση της Εκκλησίας στην πραγματοποίηση των διάφορων εκδηλώσεων . Έτσι, ξεκινώντας την αναζήτηση αυτού του εθίμου αναζητήσαμε στην θρησκεία, που φαίνεται ότι πίστευαν οι αρχαίοι στην πόλη της Τύρισσας, και τις θρησκευτικές παραδόσεις. Διαπιστώσαμε ότι σε δυο τουλάχιστον θεούς, τη Θεά Κυβέλη [Ρέα] και τον Διόνυσο, αλλά και σε δυο, κατ΄άλλους, τρεις, σχετικά, αγνώστους θεούς, τους Κάβειρους υπήρχαν εκδηλώσεις λατρείας. Ο απόηχος τους υπάρχει και σήμερα, με κοινό στοιχείο το άναμμα της φωτιάς,τους χορούς γύρω από αυτούς, την αθυροστομία, που έχει σχέση με την γενετήσια πράξη, με βασικό στόχο την γονιμότητα και την ευγονία πάνω στην γη [ανθρώπων ,ζωών και φυτών]. Βέβαια, αυτό το έθιμο δεν έχει να κάνει μόνο με την περιοχή μας, μιας και ανάλογες εκδηλώσεις γίνονται σε ολόκληρη την Ελλάδα. Εκείνο που ξεχωρίζει στη Δυτ. Μακεδονία είναι η έντονη σύνδεση με την παράδοση. Από τότε μέχρι σήμερα, συγκεντρώσαμε αρκετά στοιχεία, που δείχνουν αυτή την σύνδεση αρχαίων και των τωρινών εθίμων και ένα απόσπασμα αυτών των στοιχείων το παρουσιάσαμε στις 27/2/2014 μέσα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης.

Ολοκληρωμένα το θέμα το παρουσιάσαμε σε πρόσφατη τηλεοπτική εκπομπή, την οποία παραθέτουμε στα ακόλουθα video που μπορείτε να τα βρείτε στο youtube.com

  • 1o ΜΕΡΟΣ

 

  • 2ο ΜΕΡΟΣ

 

Οι εκδηλώσεις της αποκριάς έχουν διάφορες μορφές, ανά την Ελλάδα, και για το τί συνέβαινε στην αρχαιότητα σε σύγκριση με το τί συμβαίνει σήμερα, σας παραθέτουμε  και έναν πίνακα που νομίζουμε ότι έχει και αυτός το ενδιαφέρον του.

 

 

 

                              ΤΟΤΕ                                ► ►►►                       ΤΩΡΑ

Σάτυροι:

Ακόλουθοι του θεού Διονύσου, με προσωπεία

Βαλλισμός=Πηδηχτός χορός των τράγων-αποτροπή των κακών πνευμάτων του Άδη

 

Οινοποσίες: 1η ημέρα: ΠΙΘΟΙΓΙΑ

Θύμιση νεκρών Δευκαλίωνα-Υδροφορία

 

Καθάρσεις από τα κακά πνεύματα του Άδη στα Τριστάτα της Εκάτης

Η ιερογαμία της γυναίκας του άρχοντα με το τροχοφόρο καράβι του θεού Διονύσου

Θεός Διόνυσος

Καλόγεροι, Χούχουτος, Κούκερος

Μασκαράδες, Κουδουνοφόροι, Καρνάβαλοι

Χορός:χτυπήματα της γης, με τα πόδια

Παράδοξοι χοροί μεταμφιεσμένων και τα ποδήματά τους

Καλοπέραση, φαγητό, οινοποσία

Θύμιση και εξευγενισμός νεκρών, Ψυχοσάββατα, ξεφάντωμα ζωντανών

Φωτιές ανάβουν στα τρίστρατα σταυροδόμια

Δυτ. Μακεδονία, Ήπειρος:σκοπός- η κάθαρση( Λαογραφία)

Βασιλίνα=η γυναίκα του Καρνάβαλου

Καρνάβαλος-άρμα Καρνάβαλου

 

 

 

 

The post «Οι φανοί και οι μεταμφιέσεις της Κοζάνης, μια ιστορία με πολύ παλιά καταγωγή» Του Στ. Καπλάνογλου appeared first on giapraki.com.

Η Αποκριά στην Κοζάνη Παλαιότερα….(Φωτογραφικό υλικό)

$
0
0

Φωτογραφικό υλικό από Απόκριες μιας παλιάς εποχής….

Άρμα στην παρέλαση: “του νοικουκυριό”

 

“Κινούργιους άρχουντας – παλιός ζητλάρης”

Χάσκα

 

«Ο Μέγας Αλέξανδρος»

 

Ο Καρνάβαλος

 

Ο Κόμης ντι Λάκο ντι Μάγγανη

 

 

Μεταμφιεσμένοι μαθητές του 4ου Δημοτικού σχολείου Κοζάνης

Προετοιμασία του Φανού “ΚΕΡΑΜΑΡΓΙΟ”

 

Ο Τζιαρκέζος

Την Καθαρά Δευτέρα στο πάρκο του Αη Δημήτρη

Η γκαμήλα

The post Η Αποκριά στην Κοζάνη Παλαιότερα….(Φωτογραφικό υλικό) appeared first on giapraki.com.


«Μνήμες από Φανούς  παλιότερων εποχών» της Φανης Φτάκα Τσικριτζή:

$
0
0

Κοζανίτικη Αποκριά

Αν σήμερα ανάβουν 14 Φανοί μέσα στην πόλη της Κοζάνης, παλιότερα ήταν πολύ περισσότεροι αφού σε κάθε γειτονιά και σε κάθε σταυροδρόμι σχεδόν άναβε κι ένας Φανός.  Αποτίοντας φόρο τιμής στους παλιούς και ξεχασμένους σήμερα Φανούς και στους ανθρώπους αυτών που κράτησαν ζωντανή τη φλόγα της Κοζανίτικης Αποκριάς στο διάβα του 20ου αιώνα θεωρούμε υποχρέωση να μνημονεύσουμε  αρκετούς που δεν ανάβουν πια παραθέτοντας άγνωστα  γι’ αυτούς στοιχεία. Οι περισσότεροι από τους πληροφορητές μας κρατούν παιδικές μεν αλλά πολύ ζωντανές μνήμες από εκείνη την εποχή που έχουν περάσει κοντά 60 και πλέον χρόνια. Άλλοι διατηρούν αμυδρές εικόνες, μη μπορώντας  να θυμηθούν όλα τα πρόσωπα της γειτονιάς που έβγαιναν την Κυριακή της Τυροφάγου (Κυριακή της Μεγάλης Αποκριάς), τη μοναδική μέρα που άναβε ο Φανός τους στην αποκριάτικη προπολεμική ή μεταπολεμική σκηνή. Όλους όμως τους συνδέει η ίδια νοσταλγία για τους παλιούς Φανούς, και τις ανοιχτές πόρτες της παλιάς κοζανίτικης  γειτονιάς, με τις πολυάριθμες οικογένειες και τα χαμηλά ασβεστωμένα με πλακόστρωτο νουβρό σπιτάκια, που εύρισκαν ενωποιητική έκφραση στο χωρατά και στο φανό περιμένοντας με λαχτάρα κάθε χρόνο να ανάψει.

O Φανός στα Τσουκαλάθκα- Καρακλανάθκα

Ο Φανός αυτός γίνονταν στην γειτονιά Τσουκαλάθκα, όπου κυριαρχούσαν τα εργαστήρια των παλιών τσουκαλάδων. Άλλοι τα είχαν στην αυλή του σπιτιού τους κι άλλοι χρησιμοποιούσαν χαμηλές παράγκες, μέσα στις οποίες έφτιαχναν πήλινα τσουκάλια (στάμνες, κατσαρόλες)  επί της Παύλου Μελά. Ο πιο παλιός Φανός άναβε μπροστά από το σπίτι της Βασιλικής Κουτσιμάνη, επί της οδού Λαχανά. Αρχές του ‘ 60 άναψε 1-2 χρονιές και στην πλατεία με το πλατάνι (Καφέ Μπλέ Ελάφι) μπροστά από τα σπίτια των Καρακλάνη Δόδουρα και Γιαντσούλη,  από όπου και πήρε το δεύτερο όνομα του από το σπίτι της οικογένειας Καρακλάνη, πριν μεταφερθεί αρχές του ’60 στην οριστική του θέση, σημερινή πλατεία Παύλου Μελά (μπαχτσές της Γιαντσούλινας ), ενώ αυτή ήταν ακόμα στρωμένη με χώμα και με γκαράζ μέσα.

Στην πρώτη του θέση επί της οδού Λαχανά, σύμφωνα με μαρτυρία της Κατίνας Βαρδάκα, ο Φανός γίνονταν από τα άτομα της γειτονιάς, ξενούρα (ξένους) δεν είχαν, κατέβαινε  μόνο από τα Ηπειρώτικα ο Μπάρμπα-Μπίλιος (Νάνος Πλιάκης) και τραγουδούσε κάθε χρόνο το «Βλάχα μ’ απ’ του Καρπενήσι» κι όπως τραγουδούσε βούιζιν ο τόπος, τόσο δυνατή φωνή είχε. Οι άντρες  της γειτονιάς, εκτός από τον Λία Ντόντουρα, που τραγουδούσε στην κορφή, όσοι έβγαιναν στο Φανό ήταν μουτουτσιντζιραίοι (δεν τραγουδούσαν καλά) αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο στις γυναίκες . Έτσι στο Φανό,  μετά τον Πόλεμο και μέχρι το τέλος του ’50, εκτός από την Πανάιω Δόδουρα-Καρακλάνη που έλεγε μοιρολόγια για μουαμπέτι, κυριαρχούσαν τρείς γυναίκες, και οι τρείς της γειτονιάς: η Αλεξάνδρα Πάπιστα, το γένος Κόκκα,η Κατίνα Βαρδάκα- Καράτζια και η  Φανή Καράτζια. Επικεφαλής και των τριών ήταν η Αλεξάνδρα, αδιαφιλονίκητη αρχηγός όλων. Διηγούνται διάφορα μπέντια γι’ αυτήν, αποκριάτικα και μη. Στις Απουκρές έφθανε όμως στο ζενίθ της. Γίνονταν στχειό και τις έσκιαζε (τρόμαζε) όλες. Είχε τέτοιον πέρπιρα με τις Αποκριές, αλλά και τόσο βαθειά φιλοσοφία για την ίδια τη ζωή,  που όταν πέθανε η κόρη της, πολύ νέα και αρραβωνισμένη, πήγε όλη η γειτονιά στο νεκροταφείο για τρισάγιο στα εννιάμερα. Ήταν παραμονές Αποκριάς και έκλαιγαν και μοιρολογούσαν όλες, όταν πλησίασε το μνήμα μια μούτα (κωφάλαλη). Αυτή άρχισε να λέει» «α πάκα, πάκα, πάκα πάκα…..» και να χτυπιέται. Οι άλλες γυναίκες άρχισαν να γελούν μαζί της και μαζί μ’ αυτές και η μούτα. Η Αλεξάνδρα δεν κρατήθηκε άλλο, όπως κρατούσε στο χέρι τον ταβά με το στάρι, που μόλις είχε αδειάσει, βλέποντας τις γυναίκες να γελούν με τη μούτα, πατάει ένα νταιρέ (ντέφι) κι αυτή με τον ταβά λέγοντας  και το τραγούδι «Η ζωή είναι απ’ τα ψέματα, ένα όνειρο είναι η ζωή». Τις Απόκριες, η Αλεξάνδρα εκτός των άλλων έλεγε και πολλά ξινέντραπα τραγούδια στο Φανό. Ξεκινούσε συνήθως το τραγούδι στην κορφή του Φανού επαναλαμβάνοντας 5-6 φορές την κλασσική αποκριάτικη φράση, που αναφέρει και ο Λεωνίδας Παπασιώπης στα αποκριάτικα μπέντια του: «Μι πιν η μάνα μ’» Οι άλλες γυναίκες συνεννοημένες, τη ρωτούσαν κάθε φορά «τι συ πειν η μάνα σ;», χωρίς φυσικά να παίρνουν στην αρχή καμιά απάντηση μέχρι που στο τέλος τους ξεφούρνιζε : «να σας γαμ……. όλες!» και τότε μόνο αρχινούσε να τραγουδάει τα αποκριάτικα, μασκαραλίτκα κυρίως αλλά και μη μέχρι αργά το βράδυ.

Στα νεότερα χρόνια, στη δεκαετία του ‘60 και ‘70 κορυφαίος τραγουδιστής στην πλατεία Παύλου Μελά ήταν ο Μιχάλης Τσιανάκας, ενώ από το 85 και μετά ο Γιάννης Σπύρου που εναλλάσσονταν στην κορυφή με τον Σάββα Διάφα και τον Μπίλη Διάφα. Στο Φανό , στην πλατεία Παύλου Μελά ως βασικά στελέχη συμμετείχαν ο Ηλίας και Κώστας Μαντώς, (φούρναροι),  ο Κώστας Βαρδάκας, ο Γιάννης Σπύρου, ο Νίκος Διάφας και τα παιδιά του Σάββας και Μπίλης, βοηθούμενοι από τους Αποστόλη Αγραφιώτη, τον Τάκη Καρδάση και Τάκη Δούσιο, Νίκο Βαχτσεβάνο (Σπουρλίτα), Νίκο Λιάνα, Γιούλη Γκέτζιο, τις αδελφές Μαρία και Πόπη Σιάντζιου, την Καίτη Βαρδάκα, τον Νίκο Καζάνα, τους αδελφούς Χαριλάκη και Βαγγέλη Ματάνα, τον Μπούλη Βαρδάκα και τον Στέργιο Κυρατσού

(Πληροφορίες Κατίνα Βαρδάκα και Γιάννης Σπύρου).

Ο Φανός στα Λουτρά

Ο Φανός αυτός γίνονταν έξω από το σπίτι των Μπουντιούκηδων, στο πάνω μέρος των Λουτρών, επί της οδού Ίωνος Δραγούμη, απέναντι από το κέντρο «Αν». οι Καραβάδες δεν έβγαιναν. Ο Φανός άναβε προπολεμικά και συνέχισε και μετά τον πόλεμο μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ΄50. Κορυφαίοι τραγουδιστές οι Ντιουφαίοι (Νάνος και  Ζησιούλης Ντιούφας), ο Γκλιόφας Ευρυπίδης, ο Γκλιάνας Χρήστος. Τα μικρότερα παιδιά της γειτονιάς μάζευαν φιλουρίδια από το σινέ Τιτάνια, που δίνονταν χοροσπερίδες και στόλιζαν τον Φανό. Συμμετείχε όλη η γειτονιά πίσω από τα Λουτρά. Ο Λιούμπας Γεωργούλης και ο γιός του Ναούμ , τα αδέλφια Νίκος και Βαγγέλης Μπουντιούκος, ο Θωμάς Γιαπράκας, ο Τάκης Γκλιάνας  ο Λάτσκος Γιώργος (επιπλοποιός), ο Σίμηνας Βαγγέλης, ο Τσιμηνάκης Βασιλάκης, ο Χατζηγιαννάκης Αλέξης και ο γιός του Τάκης, η οικογένεια Γάτσου. Οι γυναίκες δεν πιάνονταν στο χορό, σε αντίθεση με τα κορίτσια μικρής ηλικίας, όλα γειτονόπουλα που ακολουθούσαν τους άντρες.

(Πληροφορίες  Βαγγέλης Μπουντιούκος και Τάσα Τσικριτζή-Τσιμηνάκη).

O Φανός στα Κατσκάθκα

Ο Φανός  γίνονταν προπολεμικά μέχρι και τις αρχές του 1960 στο σταυροδρόμι, στο βάθος της οδού Αρμενούλη και στη συμβολή της με την οδό Φιλίππου Αδαμαντίδη, στην πλάτη του μακεδονικού αρχοντικού Κατσικά-Βούρκα, εξού και η ονομασία του Φανού Κατσ’κάθκα. Συμμετείχε όλη η γειτονιά, με πρωτοστατούντα τον Ηλία Παπαδέλη, απόγονο του αρχοντικού Αρμενούλη, έναν σοβαρότατο κύριο όλες τις άλλες μέρες του χρόνου πλην της Κυριακής της Μεγάλης Αποκριάς, υπάλληλο του Δημόσιου Ταμείου Κοζάνης, που ξεκινούσε κι άναβε το Φανό με το ακόλουθο σατυρικό τραγούδι, γεμάτο φαλλικά υπονοούμενα   «Τις Τρανές τ’ς Απουκρές που τσ’ ανάβουν τις φουτιές, στ’ αρχιδιάκου το μαντρί γάμος εγινότανε……..» παρασύροντας στο σατυρικό του οίστρο με τα μασκαραλίτκα τραγούδια τον αδελφό του Μανώλη Παπαδέλη αλλά και άλλους γειτόνους σαν τον Πλόσκα Θανάση με τους δυο του γιούς Νίκο και Γιάννη, (τον γνωστό Γιάννη τ’ς Λέγκως), τον Τάκη Γιαπράκα, τον Γκάτζιαρη Γιώργο, τον Ζήνωνα Χαρσό, τον Παπαναούμ Λευτέρη και τα παιδιά του Άννα και Μάκη, τον Κώστα Γκίμπα, τον Παγκαρλιώτα Σάκη. Ξεσήκωνε όμως και μη Κοζανίτες γειτόνους όπως τον μη Κοζανίτη συμβολαιογράφο Μαυροβίτη Γεώργιο και την Κοζανίτισσα σύζυγο του Ελευθερία Δοδούλη,  τον υπάλληλο της Τεχνικής Υπηρεσίας Νεβέσκαλο. Στο Φανό έβγαιναν και μεγαλύτερες γυναίκες σαν την κυρά Φωτούλου μαζί με όλα τα παιδιά της γειτονιάς, που μάζευαν φιλουρίδια από το χορευτικό κέντρο Ερμιόνιο και έδεναν τις φούντες που στόλιζαν το Φανό μέσα στην αυλή του Παπαναούμ Λευτέρη. (Πληροφορίες Νίκος Πλόσκας , Άννα Παπαναούμ και Μιμή Παπαδέλη ).

O Φανός στη Τζαμάρα

Ο Φανός στη Τζαμάρα ξεκίνησε  προπολεμικά και κράτησε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50.  Άναβε στην κορυφή του υψώματος της Τζαμάρας, επί της οδού Αμμούδας, ανάμεσα στο σπίτια των Αφων Μπιμπίρη και Τζάλια από τη μια μεριά και το σπίτι του Βαγγέλη Μητσόπουλου από την άλλη. Πρωτεργάτης και εμψυχωτής του Φανού ήταν ο Γιάννης Τζάλιας, που την εποχή της Αποκριάς, αν και μεροκαματιάρης, φορτοεκφορτωτής και μπουφετζής παρατούσε τα πάντα προκειμένου να τον οργανώσει καλύτερα. Πολύ καλός τραγουδιστής αυτός και η ξαδέλφη του Λέγκω Τζάλια, εναλλάσσονταν στην κορυφή του χορού μαζί με έναν άλλο πολύ καλό τραγουδιστή, γνωστό περισσότερο με το παρανόμι του, ο Αρκούδας. Στο Φανό συμμετείχαν ο Μητσόπουλος Γιώργος, Καρακούλας Τάκης, Τζάλιας Τάκης, όλοι γείτονες  κοντινοί αλλά και πιο μακρινοί όπως ο Κατσέλας Θανάσης. Όταν στα μέσα της δεκαετίας του΄50 έσβησε ο Φανός στη Τζαμάρα, ο Τζάλιας Γιάννης μετά από πρόσκληση του φίλου του, Σάββα Τσιάρα, με τον οποίο τραγουδούσε μαζί στη χορωδία Αγιος Νικόλαος υπό τον Νικόλαο Λιούφη και στην Ελίμεια αργότερα υπό τον Μάκη Βαχτσεβάνο, μετακινήθηκε και τραγουδούσε πρώτα στο Κεραμαριό και μετά στα Μπουντανάθκα, μαζί με τους κορυφαίους των δυο Φανών.

(Πληροφορίες Γιώργος Τζάλιας και Πολυξένη Μητσοπούλου)

Ο Φανός στα Βλάθ’κα

Ο Φανός  αυτός διοργανώνονταν  στη γειτονιά Βλάθ’κα, στο κέντρο της  πόλης, εξού και η ονομασία του. Άναβε στη μέση περίπου της σημερινής οδού Ρήγα Φεραίου,  στα δεξιά του υπαίθριου πηγαδιού, γνωστού ως «τ’ Κυρ Νανν’ του Πηγάδ’», μπροστά από μια μακρόστενη  πλακόστρωτη αυλή, που άνοιγε με μεγάλη ξύλινη εξώπορτα στην οποία κάθονταν τρεις βλάχικες οικογένειες Πιτένη. Ο βωμός της φωτιάς στήνονταν στη μέση του δρόμου ανάμεσα στο σημερινό σπίτι του Αθανασιάση Χαρ (πρώην ξυλαποθήκη Μανώλη Μπάμπου) και το διατηρητέο του Τρεμπενιώτη. Σ’ αυτόν τον Φανό δεν συμμετείχαν μόνο οι Βλάχοι της γειτονιάς αλλά όλοι οι γείτονες. Έβγαιναν  και πιάνονταν στο χορό οι τρεις οικογένειες Πιτένη με τα παιδιά τους Μένιο και Κώστα και τις αδελφές Δέσπω και Αγγελική Πιτένη, τα παιδιά της οικογένειας Τρεμπενιώτη Κωστής, Στέφος και η αδελφή τους μαζί με τα παιδιά του Μήτσου Συντουκά : Γιάννης, Θύμιος, Καίτη και Μάκης . Ο Φανός άναβε μέχρι τις αρχές- μέσα του ‘60. Στη δεκαετία του ‘50 , σύμφωνα με μαρτυρία του Μένιου Πιτένη δεν υπήρχε  κάποιος κορυφαίος καλλίφωνος τραγουδιστής επικεφαλής του Φανού, γι’ αυτό και τραγουδούσαν όλοι μαζί. Αρκετές φορές μάλιστα περνούσαν από το Φανό και παρέες που έκαναν καντάδες, κοντοστέκονταν, έλεγαν 2-3 τραγούδια και έφευγαν. Τα παιδιά του Φανού σε συνεννόηση με τα παιδιά του γειτονικού Φανού Αυλιώτη οριοθετούσαν από κοινού την Παύλου Μελά διεκδικώντας και για τις δυο ομάδες μερίδιο στις δεκάρες των περαστικών, τις οποίες μάζευαν με το τσινί, το πρωί της Κυριακής, μετά τη σχόλη της εκκλησίας.

(Πληροφορίε. Μένιος Πιτένης και Μαίρη Σαμαρά)

Ο Φανός τ’ς Μπηνιώς .

Γυναικείος Φανός που γίνονταν  επί της Επισκόπου Βενιαμίν, μπροστά από το ομώνυμο πηγάδι της Μπηνιώς, εξού και η ονομασία του. Άναβε πριν τον Πόλεμο και κράτησε βαριά μέχρι τις αρχές του 1950, ενώ άναψε και στην Κατοχή. Οι άνδρες μεγάλης ηλικίας, που έβγαιναν στο Φανό  ήταν μετρημένοι (ο Γιώργος Πτσης με τα παιδιά του, Σπύρος, Τακης, Γιάννης και Κώστας και ο Κωστάκης Αγγέλου μαζί με τους Ζιαμπραίους ). Οι μεγαλύτερες σε ηλικία γυναίκες δεν έβγαιναν, σε αντίθεση με τα πολλά κορίτσια της γειτονιάς που φρόντιζαν να τον οργανώσουν κάθε χρόνο χωρίς κορυφαία τραγουδίστρια. Τραγουδούσαν και χόρευαν  όλες μαζί τα τραγούδια της αγάπης. «Τα κορίτσια απ’ της Μπηνιώς είνι σα του βασιλικό» όπως λέει και το γνωστό αποκριάτικο τρσγούδι.……».

Έβγαιναν και πιάνονταν στο χορό οι 3 αδελφές Αμπάζη (Αννα, Νόννη, Μαίρη) , η Λένα Πτση, οι αδελφές Φούλα, Καίτη, Κική και Ιωάννα Διάφα, η Χρυσούλα Χατζηδαβίδ, η Τασούλα  Αγγέλου, οι αδελφές Μαρίτσα, Κούλα και Ζωή Πιτένη, η Λόλα Καράτζια –Τσιανάκα, η Κατίνα Ζιάμπρα, οι αδελφές Κατίνα, Λούλα και Τασίτσα Μίσσιου, η Καραμπόζα Ματούλα και η νύφη της Λόλα, οι αδελφές Κούλα και Στέλλα Βαρδάκα, οι αδελφές  Καίτη, Ελένη και Αναστασία Ξυνάδα, η Φωτούλα Λάκκα και η εγγονή της Ελένη.

(Πληροφορίες Αννα Αμπάζη –Πατιά και Μαρίτσα Πιτένη-Αλιφέρη).

Ο Φανός στις Καρές

Γίνονταν μπροστά από το διατηρητέο σπίτι του δημάρχου Γιάννη Παπαγιάννη, λίγα μέτρα πιο μακριά από το ομώνυμο πηγάδι, εξού και η ονομασία του και μερικές χρονιές η φωτιά άναψε και μέσα στη μέση του δρόμου Παύλου Μελά. Ο Γιαννάκος Παπακώστας το γένος Λάκκα,  γεννηθείς το 1946, που διατηρεί παιδικές αναμνήσεις ακόμα από το Φανό, θυμάται ότι γινόταν στη δεκαετία του ’50 μέχρι και τις αρχές του ’60. Δεν ήταν μεγάλος Φανός. Συμμετείχαν σ’ αυτόν μόνο οι γείτονες. Έβγαιναν οι οικογένειες Λάκκα, αυτός και τα ξαδέλφια του Τάκης και Σάκης Λάκκας, ο Κώστας Σούτσος που διατηρούσε  φούρνο απέναντι από το Φανό, οι αδελφοί Παναγιωτάκης και Στεφανάκης Κούγιας, ο Στέλιος και Νίκος Τζήμος κ.α. Αυτός με το τσινί, , 10 χρονών παιδί, μάζευε δεκάρες για το δαδί. (Πληροφορίες Γιαννάκος Παπακώστας)

O Φανός στα Κιρατσαθκα-Ματανάθκα

Γίνονταν επί της οδού Σολωμού στη διασταύρωση με  Ανθέων, μπροστά από το σπίτι των αδελφών Ματάνα. Συμμετείχε όλη η γειτονιά. Ο Χαριλάκης Ματάνας αφηγείται γι’ αυτόν το Φανό το εξής περισταρικό: «Επί Κατοχής, άναψαν οι πιτσιρικάδες της γειτονιάς Φανό με πολλά ξύλα. Ακριβώς πίσω από το σπίτι του, υπήρχε αλάνα όπου είχαν στρατοπεδεύσει Γερμανοί στρατιώτες, οι οποίοι βλέποντας τη φωτιά θορυβήθηκαν και ειδοποίησαν τους γνωστούς «Πεταλάδες», γερμανικό σώμα που έφερε πέταλα στο στήθος και φημίζονταν για την αγριότητα του.  Μόλις η τσακαλαρία της γειτονιάς αντιλήφθηκε τους «Πεταλάδες» να καταφθάνουν στον «τόπο του εγκλήματος», σκόρπισε ατάκτως και εξαφανίστηκαν όλοι πλην του Χαριλάκη, 8 χρονών παιδί τότε, που κατοικούσε εκεί μπροστά που άναβε ο Φανός. Οι Γερμανοί μη γνωρίζοντας την παράδοση του τόπου και θεωρώντας τον υπεύθυνο για τη φωτιά τον χτύπησαν στο κεφάλι με ένα γκορμπάτσι με πέταλα στην άκρη, τραυματίζοντας τον ευτυχώς ελαφρά. Η ουλή όμως που του έμεινε θυμίζει μέχρι σήμερα  στο Χαριλάκη , γιατί δεν άναψε ξανά ο συγκεκριμένος Φανός στα χρόνια της Κατοχής. Στα μεταπολεμικά χρόνια, τα αγόρια της γειτονιάς μαζί με τους μεγαλύτερους σε ηλικία γείτονες από το 1960 και μετά συμμετείχαν στο Φανό Παύλου Μελά.

(Πληροφορίες Χαριλάκης Ματάνας)

Ο Φανός στη Νεάπολη

Γίνονταν στο πάνω μέρος της οδού Ιουστινιανού, στη συμβολή της με τις οδούς Βυζαντίου και Ι. Παπαγιάννη, έξω από το σπίτι του Σπύρου Βούρκα. Σ’ αυτόν το Φανό προπολεμικά μεταξύ ‘30 και ‘40  έβγαιναν οι Βουρκαίοι, οι Λακκάδες, οι Λιάπηδες, οι Ζιαγκαίοι και άλλοι γείτονες. Η Ανθίτσα μάλιστα , κόρη Λιάτσου Κυρατσού, εκεί γνώρισε για πρώτη φορά γύρω στα 1931, τον άντρα της Θανάση Βαχτσεβάνο. Ο Φανός αυτός δε γίνονταν κάθε χρόνο με την ίδια ένταση παρά εξαρτιόταν περισσότερο από κάποιους μερακλήδες γειτόνους, οι οποίοι τον άναβαν αναλόγως με τα κέφια τους. Όταν αυτός δεν άναβε οι γείτονες έπαιρναν μέρος στο διπλανό Φανό της Μπηνιώς το πηγάδι. Μετά τον πόλεμο,  τέλη του ‘50 και αρχές της δεκαετίας του ‘60 ο Φανός αυτός αναβίωσε πάλι από τα νεαρά παιδιά της γειτονιάς, καμιά 20αριά αγόρια, χωρίς τη συμμετοχή κοριτσιών , τα οποία τον οργάνωσαν για 5-6 χρόνια ακόμα μέχρι που έσβησε οριστικά . Πρωτοστατούσαν όλα τα νεαρά παιδιά της γειτονιάς εκείνης της εποχής : ο Γιάννης Βούρκας, ο Ζιάγκας Μάκης και τα αδέλφια του, ο Μποσταντζόγλου Αντώνης, ο Μπότσογλου Αντώνης, ο Ραχωβίτης Γιάννης, οι Καρμαζήδες (Κώστας, Λευτέρης, Γιώργος, Αλέκος), ο Τάκης Ζιάμπρας, ο Μανώλης Μαλούτας  και ο αδελφός του Νίκος (Μπέμπης), ο Τάκης Δίκος, ο Κυπέρας και άλλοι. Μάζευαν και δω χρήματα για το δαδί περιφέροντας το τσινί το πρωί της Κυριακής της Μεγάλης Αποκριάς στα σπίτια της γειτονιάς, ενώ για το στολισμό του Φανού προμηθεύονταν τα φιλουρίδια από το γειτονικό χορευτικό κέντρο Ολύμπιο, μπαίνοντας στο κέντρο από τον πλαϊνό φούρνο. Αφού άναβαν το Φανό, τραγουδούσαν όλοι μαζί και γλεντούσαν γύρω από αυτόν. Τον έσβηναν νωρίς ακολουθώντας το έθιμο της εποχής, το ομαδικό κατούρημα. (Πληροφορίες Γιάννης Βούρκας , Θόδωρος Λάκκας και Θοδωράκης Κυρατσούς).

Ο Φανός στα χωράφια

Γίνονταν έξω από το σπίτι του Θόδωρου Λάκκα, οδός Ομήρου μεταξύ των ετών 1954 και 1960. Η γύρω περιοχή είχε πολλά χωράφια και αμπέλια, γι’ αυτό και τον ονόμαζαν  ο Φανός στα χωράφια. Οργανώνονταν από τα νεαρά κορίτσια της γειτονιάς μόνο. Ενδεικτικά αναφέρουμε τις Νίτσα και Κική Λάκκα, την Κούλα Γκατζόφλια, τη Ρίτσα Τσατσοπούλου, την Τασούλα Ζιάμπρα, την Ιουλία Κιουρτσόγλου. Τη σκυτάλη, μετά τα κορίτσια , μέχρι το 1963 -’64 πήραν οι μικρότεροι της γειτονιάς, ανάμεσα τους και ο Ντόντιος Λάκκας, κορυφαίος σήμερα τραγουδιστής του Φανού Λάκκος τ’ Μάγγαν’,   οι οποίοι τον άναβαν στο ίδιο μέρος, χωρίς στολίδια με φούντες και όργανα και στηριζόμενοι αποκλειστικά στο τραγούδι, τον κρατούσαν αναμμένο μέχρι αργά το βράδυ της Κυριακής, σβήνοντας τον με κλασσικό ομαδικό κατούρημα. Καμιά φορά έβγαιναν και στέκονταν στο Φανό και γείτονες μεγαλύτερης ηλικίας. Στα νεότερα χρόνια, στη δεκαετία του ’80, τα ίδια αυτά άτομα τροφοδότησαν το γειτονικό Φανό Λάκκο τ’ Μάγγαν’ .

(Πληροφορίες Θόδωρος Λάκκας)

 

O Φανός στου Λάτσκου το Πηγάδι

Στου Λάτσκου το Πηγάδι γίνονταν Φανός προπολεμικά, στη διασταύρωση μεταξύ των οδών Παύλου Χαρίση και Βίτσι (Μακεδονομάχου Θωμά Λιόντα σήμερα), μπροστά από το φούρνο του Λάζου Δαραβάζου και το Πηγάδι του Λατσκου που ακουμπούσε  στον ανατολικό τοίχο του σπιτιού του. Συμμετείχαν όλοι οι γείτονες. Ο Νέστορας Δαραβάζος, θυμάται τις Απόκριες του 1944-45, μικρό παιδί τότε 6 χρονών, που έβαζαν φιλουρίδια για να στολίσουν το Φανό. Στο Φανό έβγαινε η οικογένεια Γούσια, ο Νίκος Κουρμπαλής (μπακάλης στην απέναντι γωνία), η περιβόητη Μάνια Καρατσόλη, η Μαρίνα Μιχαηλίδου (μανάβικο), η μεγάλη οικογένεια του Κων/ νου Δασκάλου, ο Προκόπης Δουγαλής, η οικογένεια Λάζου Δαραβάζου κ.α.

(Πληροφορίες Νέστορας Δαραβάζος)

O Φανός στου Μισκιάθκου

Στου Μισκιάθκου, στο κάτω μέρος της πλατείας Λασσάνη  γίνονταν Φανός. Εμψυχωτής και χορηγός αυτού του Φανού, που ήταν και ολίγον ΙΧ  και άναβε μεταξύ 1959 και 1965 μπροστά από το Ανεσις hotel ήταν ο Γιώργος Σκαρκαλάς, ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου Άνεσις και μεγάλος χορηγός της Πανδώρας. Ο Φανός οριοθετούνταν από 4 σαμάρια για άλογα που τοποθετούνταν στις τέσσερις γωνιές του Φανού και ελλείψει γειτονιάς  διοργανώθηκε 4-5 χρόνια μόνο υποστηριζόμενος μουσικά από τους μουσικούς της Τρανής Αυλής όπως το Μάρκο Καλέα (1911-1992) που έπαιζε κορνέτα και τον μεγαλύτερο αδελφό του Νικόλα (Φύσσας), που έπαιζε βιολί, ενώ παράλληλα ήταν επαγγελματίες τεχνίτες που έφτιαχναν γάστρες τις οποίος εμπορεύονταν ο Γιώργος Σκαρκαλάς σε όλη την Ελλάδα. Πολλά χρόνια αργότερα το  1988, επί Δημαρχίας Παγούνη του χορηγήθηκε και έπαινος για το Φανό που οργάνωνε.

(Πληροφορίες Τάσα Τσικριτζή, Γιάννης Πλόσκας, Ζολί Κυρατσού).

O Φανός στον Αυλιώτη

Ο Φανός αυτός άναβε στον πάνω Αυλιώτη, καθώς η σημερινή οδός Αυλιώτη (κάτω Αυλιώτης), κάθετος στην Π. Μελά δεν είχε διανοιχθεί ακόμη χρησιμοποιώντας τη στενόμακρη πλακόστρωτη αυλή της  παλιάς οικίας Τσικριτζή, που έβλεπε σε δυο δρόμους. Ο Φανός προπολεμικά γινόταν μπροστά στα σπίτια των Βέλιου-Καρακάση και η φωτιά άναβε πάνω σε μια ξερολιθιά που τοποθετούσαν στο κέντρο και κράτησε μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’50. Προπολεμικά κορυφαίοι τραγουδιστές ήταν ο Βρασίδας (Βασίλης) Καπρίνης και ο Μήκας Γκλούμπος, χωρίς να υστερούν σε φωνή και οι γυναίκες της γειτονιάς, η Κουκούλα Καπρίνη, γυναίκα του Βασίλη, γνωστή περισσότερο ως Βρασίδαινα και η Γκλούμπου Τσιτσιούλα (Αναστασία). Στο Φανό συμμετείχαν και τα πολλά παιδιά του Βρασίδα (Στέργιος, Νίκος , Γιώργος, Τάκης και Χρυσάνθη Καπρίνη μαζί με τα παιδιά του Μήκα  και της Αλεξάνδρας Γκλούμπου (Γιάννης, Νίκος, Γιώργος, Στέργιος, Σάκης, Αναστασία και Ελένη. Συμμετείχαν ακόμα και τα πρώτα ξαδέλφια αυτών (Νίκος, Γιώργος, Πάνος, Ευθυμούλα, Ευτυχία, Ελενίτσα και Στεργιανούλα Γκλούμπου) με τους γονείς τους Τσιτσιούλα και Γιώργο Γκλούμπο και ο Θανάσης Γκλούμπος με τη γυναικα του Μαριγούλα και τα τα τρια παιδιά τους(Νίκο, Αναστασία και Αλεξάνδρα), ο Πάμπας Τάκης, ο Γιάννης Λάτσκος με τα 6 παιδιά του και η αδελφή του Κατίνα, οι αδελφοί Βέλιου Τακης και Γιώργος, τα δυο πρωταξαδέλφια Στέφος και Στέφανος Μούκας και ο Βασίλης και Στέργιος Μούκας, η Κατερνούλα Τζαβέλα με τους δυο γιούς της Πάνο και Στέφανο Τζαβέλα, ο Ρούσης και ο Παναγιώτης Βασιλείου (τ’ς Μαλαματής), ο Κουτλιάς Βασίλης, ο Λίγκας Στέργιος και οι αδελφές του Ποπούλα (Δέσποινα) και Κούλα, η Περιστέρα και η Στεργιανούλα Λιόντα-Λίγκα, η Χρυσή τ’ Τζήμκα,  ο Μενέλαος και ο Γιαννάκος Βλιαγκόφτης και η αδελφή τους Τασούλα, ο Γιάννης Τσικριτζής και ο αδελφός του Νικολάκης, ενώ ο Λάζος Τσικριτζής του Νικολάου μάζευε δεκάρες με το τσινί για δαδί, και φυλλουρίδια , που του τάφερνε από το Υπόγειο του Ταρτάρα ο θείος του Γιάννης, όταν γλεντούσε με την παρέα του, για να κάνουν φούντες.

(Πληροφορίες Λάζος Τσικριτζής του Νικολάου,  Στέφανος Τζαβέλλας, Ποπούλα (Δέσποινα) Κρανιώτη-Λίγκα και Κούλα Μπουντιούκου –Λίγκα).

Ο Φανός στου Γκατζογιάννη

Ο Φανός αυτός γίνονταν στο σταυροδρόμι, μπροστά από το σπίτι του Ι. Γκατζογιάννη, στο Εργατικό Κέντρο. Ήταν ένας μικρός σχετικά φανός που κράτησε μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ‘40.  Γίνονταν κάθε χρόνο από τα κορίτσια της γειτονιάς, που εκείνη την εποχή ήταν πολλά και ήταν σαν μια οικογένεια όλες μαζί. Κορυφαίες τραγουδίστριες ήταν η Αλεξάνδρα της Τζιάτζινας, που ήταν χήρα  και η κυρά Φώτω τ’ Μαλάκη. Η κυρά Φώτω μάζευε χρήματα από όλες τις οικογένειες και κάθε Πέμπτη έφτιαχναν λειτουργία στα διάφορα ξωκκλήσια. Στο Φανό τραγουδούσαν τα κορίτσια της γειτονιάς τραγούδια της αγάπης «Αγαπώ ένα χελιδόνι, Μηλίτσα μ’ που είσαι στο γκρεμό) κ. α. και τις συνόδευαν με τις κιθάρες τους οι Ιουστίνη Γκατζογιάννη και η Φανούλα Γκοτζιαμάνη με την αδελφή της Χιονία.  Συμμετείχαν επίσης οι αδελφές Γκατζογιάννη (Ιουστίνη, Ισμήνη, Αιγλη και Λαμπρίτσα και Ζολί, ), η Καράτζια Καίτη, οι Τζιάτζινες (Αλεξάνδρα, Κική, Κατίνα και Αναστασία), οι αδελφές Θεανώ και Χιονάτα Μαλάκη και η πρώτη ξαδέλφη αυτών Θεανώ Μαλάκη, η Μαλούση Αλεξάνδρα, οι αδελφές Καρακάση (Αθηνά, Κικίτσα και Ματίνα). Ο μόνος άντρας που κάθονταν στο Φανό και χόρευε με τα κορίτσια ήταν ο Καρακάσης Τάκης, ο επονομαζόμενος Παχώμης, ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, ενώ ο αδέλφός του Νικολάκης κάθε χρόνο έβγαινε στο Φανό και έλεγε το ίδιο τραγούδι. Άλλοι άνδρες δεν έβγαιναν.  Μέσα στον Εμφύλιο, όμως πολλές φορές έρχονταν και φαντάροι από το Φρουραρχείο, που στέγαζονταν στις γειτονικές αποθήκες του Καραγκούνη και πιάνονταν στο χορό μαζί με τα κορίτσια, οι οποίες γνώριζαν ορισμένους από αυτούς με το μικρό τους όνομα. Στη μέση του Φανού θυμάται η κυρία Ζολί ότι ο πατέρας της Γιάννης φώναζε τις κόρες του να κάνουν τη χάσκα. Αυτές άφηναν το χορό, έκαναν τη χάσκα και ξαναέβγαιναν έξω.

(Πληροφορίες Ζολί Κυρατσού-Γκατζογιάννη).

Φανή Φτάκα Τσικριτζή

ΥΣ  Ένα μεγάλο ευχαριστώ σε όλους τους πληροφορητές για όσα μου εμπιστεύτηκαν γυρίζοντας πίσω στην παιδική ή πρώτη νεαρή τους ηλικία. Ευχαριστώ επίσης την κ. Μιμή Παπαδέλη, τη Νικολέττα Σκαρκαλά, την Κική Αγραφιώτη  και τον κ. Νέστορα Δαραβάζο για το φωτογραφικό υλικό που μου έστειλαν.

The post «Μνήμες από Φανούς  παλιότερων εποχών» της Φανης Φτάκα Τσικριτζή: appeared first on giapraki.com.

O Φανός τ’ Αη Δημήτρη σε άλλες εποχές……..της Φανής Φτάκα

$
0
0

Σήμερα ανάβει ο Φανός τα’ Αη-Δημήτρη. ένας από τους πλέον  ιστορικούς Φανούς της πόλης, με συνεχή παρουσία στα αποκριάτικα δρώμενα  από τις αρχές του 20ου αιώνα. Σύμφωνα με μαρτυρία της Αναστασίας (Τσιτσιούλας ) Βλάχου  μέχρι τις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, άναβε  μπροστά στο σπίτι τους, στο σταυροδρόμι, που δημιουργούσε η σύγκλιση των οδών  Ιωάννη Γ. Νιούλη και Ανδρονίκου Γ’ . Το σπίτι της οικογένειας Βλάχου, κτισμένο σε μικρή τούμπα (μικρό ύψωμα)  και περιτοιχισμένο από χαμηλό πέτρινο αυλόγυρο, πρόσφερε ωραία θέα στο Φανό, ο οποίος άναβε κυριολεκτικά στα πόδια του.

Σ’ αυτόν τον Φανό έβγαιναν όλοι οι γείτονες και τραγουδούσαν σαν μια οικογένεια. Κορυφαίος  του χορού, που άνοιγε και τον κύκλο, μετά το άναμμα του Φανού, ήταν ο Γιώργος Λιόντας, πατέρας του ξακουστού τενόρου, Κώστα Λιόντα, που διέπρεψε ως υψίφωνος  στην Ελλάδα και στο εξωτερικό (Ουγγαρία) στα μέσα του 20ου αιώνα. Ο πατέρας του κελαηδούσε σαν πουλί, γι’ αυτό και οι Αηδημητριώτες  μια ζωή τον αποκαλούσαν Φλώρο, παρατσούκλι που πέρασε και στη γυναίκα του, γνωστή ως Φλώρα σ’ όλη τη γειτονιά αλλά και στα παιδιά του. Δίπλα του στέκονταν επάξια, με εναλλαγές στο τραγούδι  η Τσιτσιούλα (Αναστασία) Βλάχου, η μάνα του Στέργιου Βλάχου, του καπετάν- Φώτη, όπως ήταν περισσότερο γνωστός από τον Εμφύλιο και μετά.

Στη δεκαετία του ’20, ο Φανός μετακινήθηκε λίγο πιο πάνω και άναψε στη σημερινή του θέση, στο σταυροδρόμι  που δημιουργούν μέχρι σήμερα οι οδοί Κύπρου και Ανδρονίκου Γ’. Εκεί παρέμεινε όλα τα χρόνια, εκτός από μια χρονιά  που μετακινήθηκε και άναψε σε μικρό άνοιγμα που δημιουργείται πίσω από το παντοπωλείο Πλεξίδα.

Τον καιρό της Κατοχής,  ο φανός άναβε αλλά έσβηνε λίγο πριν την ώρα απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Ο  Θωμάς Κάτσας (Ζορμπάς) θυμάται ότι όταν ήταν μικρά παιδιά ηλικίας Δημοτικού και άνω  μες στην Κατοχή άναβαν Φανό μπροστά στου Νιούλη το πηγάδι, ενώ οι Γερμανοί φύλαγαν τα μηχανοκίνητα  τους , πολύ κοντά, στην κάτω πλευρά του πάρκου του Αγίου Δημητρίου, δίπλα στο δρόμο και μέσα σε αμπρί στη δυτική πλευρά του  2ου Δημοτικού  Σχολείου.

Ο Φανός προπολεμικά αλλά και μεταπολεμικά είχε το προνόμιο να διαθέτει  πολύ καλούς τραγουδιστές, με προεξάρχοντα για πολλά χρόνια τον παππού Νικόλα  Πλεξίδα, που γίνονταν ρουγκατσιάρι τα προπολεμικά χρόνια και ζώνονταν με κουδούνια απ’ τ’ Αη Βασιλιού μέχρι και τ’ Αη –Γιαννιού μαζί με το Χαλιούρα, τον Τριανταφύλλου, τον Σπυράγκα τον Τόλη, τον πάππου το Μαργαρίτη, τους αδελφούς Μήτσκα κ.α.  Τα χρόνια του Μεσοπολέμου έβγαινε πάντα στην κορφή του χορού φορώντας άσπρη φουστανέλα και άσπρο ζ’ναρι, ενώ αργότερα φορούσε σάκκο και έλεγε πολλά τραγούδια. Δεν ήξερε μόνο όλα τα παλιά ( τα κλέφτικα, της αγάπης και τα ξίτκα) αλλά επινοούσε και καινούρια όπως  «η γρίπη».

«Φέτος του  ’62

ήρθε η γρίπη με το φουρτιό,

Ήρθε για να βασανίσει

και τους γέρους να αφανίσει

Όλοι  τρέχουν στο γιατρό,

στο γιατρό τον Παπαγιάννη

Να τους δώσει γιατρικό

Και να τους γιάνει

Ο Πλεξίδας επιβαλλόταν όχι μόνο με το τραγούδι αλλά και με το ανάστημα του. Ήταν πολύ ψηλός κι όμορφος άντρας. Το διάστημα του Μεσοπολέμου  υπήρχαν και δυο γυναίκες, που τον συναγωνίζονταν στην κορφή, με μοναδική κι οι δυο φωνή. Η μια ήταν η Λέγκω η Καραμούζινα, μ’σή στο μπόι σε σχέση με τον Πλεξίδα, στη φωνή  όμως τον έφτανε και μερικές φορές τον ξεπερνούσε, γι’ αυτό και το 1938 επί Δημαρχίας Τέρπου, όταν για πρώτη φορά καθιερώθηκαν τα βραβεία, η Επιτροπή τους βράβευσε και τους δυο στο τραγούδι. Η Λέγκω φορούσε πάντα μαύρη φουστανέλα και ήταν η κυρά του Φανού προπολεμικά. Υποστηρίζονταν στην κορφή στο τραγούδι από την Τσιτσιούλα (Αναστασία) τ’ Βλάχ’, που κρατιούνταν καλά ακόμα.

Κι οι δυο οικογένειες αριστερών φρονημάτων χτυπήθηκαν άγρια στην Κατοχή και στον Εμφύλιο. Η η μεν Λέγκω έχασε και τα τρία αγόρια της,  τον Γιάννη, 17 χρονών παλικαράκι τον σκότωσαν οι Γερμανοί ( ήταν ένας από τους 44 ομήρους που εκτελέστηκε στα νταμάρια της Παναγιάς), το Ρούσση, τον καταδίκασε για εσχάτη προδοσία και τον τουφέκισε ο  Εθνικός Στρατός έξω από το στρατόπεδο της Κοζάνης ενώ ο ο τρίτος, ο Αργύρης , αντιδρώντας μετά από αυτό, παρόλο που υπηρετούσε φαντάρος στο Γράμμο με τον Εθνικό Στρατό, λιποτάκτησε και βγήκε αντάρτης στο βουνό. Μετά τον Εμφύλιο, έζησε  32 χρόνια ως πολιτικός πρόσφυγας στην Πολωνία, χωρίς ποτέ του να ανταμώσει ξανά με τη μάνα του, η οποία πέθανε πριν αυτός επιστρέψει στην Ελλάδα, το ‘84. Η Λέγκω, χαροκαμένη, δεν ξανατραγούδησε στο Φανό.

Όσο για την Τσιτσιούλα ούτε κι αυτή ξαναβγήκε στο Φανό.  Ο γαμπρός στην κόρη της, Αλβανός στο όνομα και τσαγκάρης στο επάγγελμα, εξορίστηκε 10  χρόνια στη Μακρόνησο για ένα ζευγάρι άρβυλα που έφτιαξε για το γιό της Στέργιο, που ήταν αντάρτης  στον Εμφύλιο. Ο Στέργιος με τη σειρά του φυλακίστηκε κι αυτός για τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο, αφού πέρασε στρατοδικείο, όταν σε μια μάχη αιχμαλωτίστηκε από τον Εθνικό Στρατό.  Δεν αντέδρασε όμως το ίδιο κι ο γιός της Στέργιος, που μόλις αποφυλακίστηκε στη δεκαετία του ’50, πήρε τα όργανα, παραμονές της Μεγάλης Αποκριάς και ρίχνονταν μοναχός του με την ανεψιά του Λιζέτα Κρανιώτη δίπλα του, τριγυρνώντας σ’ όλη την Κοζάνη, ενώ έξω λυσσομανούσε  ένα ντουρλάπι (χιονοθύελλα). Όσο για το Φανό έβγαινε και τραγουδούσε φορώντας μαύρη φουστανέλα, που τη μάζωνε από τα χωριά, καθαρή και σιδερωμένη στην τρίχα.

Όπως θυμάται ο Νίκος Βάμβας, ο παλιός φούρναρης της γειτονιάς, 96 χρονών σήμερα, ο Φανός ξεκινούσε πάντα τη Μικρή Αποκριά (της Τυρηνής)  με μια πρώτη συγκέντρωση όλων, στην άκρη του δίστρατου, έξω από του Θανάση Καραμούζα το σπίτι. Η συνάντηση περιλάμβανε προτάσεις για τα άρματα με  τραγούδι και χορό στο τέλος. Στα ενδιάμεσα, τον άναβαν καμιά φορά οι γυναίκες και τα παιδιά. Η επίσημη του όμως μέρα ήταν η Κυριακή της Μεγάλης Αποκριάς, (της Τυροφάγου), με όλους τους γείτονες μαζεμένους στο χώρο του Φανού να τρέχουν να στολίσουν το χώρο και να κάνουν τις τελευταίες ετοιμασίες για την παρέλαση.

Μετά τον πόλεμο,  συνεχίζοντας τη μεγάλη παράδοση στο τραγούδι, στην κορφή δίπλα στον Πλεξίδα άρχισε να στέκεται  κι ο Ντόντιος τ’ Ντόντουρα (Θόδωρος Δόδουρας), ενώ από τη δεκαετία του ‘60 και μετά τη σκυτάλη στο τραγούδι παίρνουν πολλοί άντρες: ο Αργύρης τ’ Λιούτσια, ο Ρούσσης Λευκός, ανεψιός της Λέγκως, από το καλλίφωνο γένος των Πεσλήδων στα Αλώνια, ο Στέργιος Βλάχος, ο Τάκης  Μούρτζιος ,ο Λαζος Πλεξίδας, ο Λάκης Ζορμπάς, οι οποίοι υποστηρίζονται από μεγάλη ομάδα ανδρικού και γυναικείου χορού στον οποίο συμμετέχουν πολλοί άλλοι γείτονες , ο Πανος Φωτιάδης, Παφίλης, Μόκας, ο Μιχάλης της Κυρά Κατίγκως, ο Κουλιούμπας, οι Καραμουζαίοι κ.α. Οι γυναίκες  έβγαιναν πολλές φορές στο Φανό μασκαρεμένες με ρούχα τσιγγάνας και με μια αυτοοσχέδια πάνινη μαύρη μάσκα στο πρόσωπο με πρώτη και καλύτερη την Ελενίτσα τ’ Βλάχου, αδελφή του Στέργιου, ακολουθούμενη από τη Βαγγελιώ Μπαμπαράγκα-Δόδουρα, την Αργυρή Λευκού, την Κατίνα Παφίλου, την Κουκούλα Μούρτζιου, την Κατίνα Γεωργάκα-Βερούλη, την  Μετάξω Καραμούζα, την Λέντσιου Καραμούζα, τη Σάννα Φωτιάδου , την Κουκούλα Βαιτσοπούλου, τη Ροδή Ζορμπά, την Κουκούλα Λιάλια, τη Θοδώρα Γκατζιούρα, την Ματιώ Διάφα κ.α. Οι ίδιες αυτές γυναίκες στην παρέλαση αρμάτων του ’62 θα ντυθούν τσολιάδες με γιαταγάνια για να ανταλλάξουν με λίρες, ζυγισμένες με το καντάρι, την ελληνίδα σκλάβα, που άρπαξε ένας Τούρκος πασάς .

Στην παρέλαση των αρμάτων, άφησαν επίσης εποχή ο πάππος  ο Βενάγας, πατέρας του Λάκη Ζορμπά που πουλούσε «ρίγανη σταμνιά»  και ο Κυριάκο Λαβαντσιώτης που επινόησε το περίφημο «Σιουρδόμιτρο» και μετρούσε τη σιουρδαμάρα από τς μκροί και τς τρανοί, δημοτικών αρχόντων ,  σαν το δήμαρχο Ματιάκη, μη εξαιρουμένων. Ο Φανός κατέβαζε πάντα πολυπληθή άρματα στην παρέλαση με ιδιαίτερα καυστικό χιούμορ.

Στην περίοδο της Χούντας, με μια γειτονιά, όπου κυριαρχούσαν οι δημοκρατικές και αριστερές πεποιθήσεις, και είχε τραβήξει πολλά στο παρελθόν , ήταν απόλυτα φυσιολογικό ο Φανός να μην ανάψει καθόλου, παρά τις επίμονες προσπάθειες που κατέβαλε διορισμένος  από τη Χούντα δημοτικός σύμβουλος, που κατοικούσε πολύ κοντά στο Φανό.

Μετά το ’80, τα ηνία του τραγουδιού πέρασαν στα παιδιά των παλιών τραγουδιστών, στον Κώστα Μούρτζιο και Κώτια (Κώστα ) Καραμούζα πριν φθάσουμε στις σύγχρονες γενεές.   

 

Ευχαριστώ θερμά τον Νίκο Βάμβα, Γάκη Λιόντα,  Θωμά Ζορμπά (Κάτσας), Άννα Φωτιάδου, Λιζέττα Κρανιώτη-Αλβανού, Κώστα Μούρτζιο  για τις πληροφορίες που μου έδωσαν.

Φανή   Φτάκα Τσικριτζή

The post O Φανός τ’ Αη Δημήτρη σε άλλες εποχές……..της Φανής Φτάκα appeared first on giapraki.com.

«Ο Ιστορικός Φανός Κεραμαριό» της Φανής Φτάκας

$
0
0

Ο Φανός Κεραμαριό , ένας από τους πλέον ιστορικούς Φανούς της πόλης, υπήρξε λίκνο του αποκριάτικου τραγουδιού και μεγάλο φυτώριο τραγουδιστών της Αποκριάς.  Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘60 άναβε στην ίδια σχεδόν θέση με τον σημερινό Φανό , με τη διαφορά ότι η φωτιά και ο χορός μεταφερόταν μέσα στο δρόμο της Παύλου Χαρίση, στο σημείο που αυτή συγκλίνει  με την οδό Ιωάννη Τιάλιου, ανάμεσα στα χαμηλά σπίτια των Πλακοπίτηδων και στον παλιό φούρνο του Μπίσκα (σημερινό γωνιακό οπωροπωλείο).

Ο Φανός Κεραμαριό άναψε όλες τις χρονιές, ακόμα και μέσα στην Κατοχή, πλην της Χούντας. Στην Κατοχή άναβαν τη φωτιά μες στην Παύλου Χαρίση πάνω σε φορητό σιδερένιο μανάλι. Σύμφωνα με μαρτυρία του Κώστα  Νούλια το 1943, την ώρα που άναψε ο Φανός. ήρθαν για έλεγχο οι Γερμανοί Πεταλάδες, ένα είδος στρατιωτικής αστυνομίας των Γερμανών, που φορούσαν πέταλα στο στήθος και ο κόσμος τους φοβόταν πολύ, γιατί πυροβολούσαν εύκολα. Στάθηκαν στην άκρη και αφού δεν διέκριναν κάτι ύποπτο, αποχώρησαν γρήγορα, αρνούμενοι το κρασί που τους πρόσφεραν οι άνθρωποι του Φανού. Έτσι η παρουσία τους παρά τον αρχικό τρόμο που δημιούργησε στους άντρες και στις γυναίκες του Φανού, δεν επηρέασε το γλέντι τους, που συνεχίστηκε αμείωτο  μέχρι την ώρα που επιτρεπόταν η κυκλοφορία.

Μέχρι το 1960, υπήρχε πολύ μεγάλη συμμετοχή στο Φανό Κεραμαριό, καθώς το Κεραμαριό και τα Μπουντανάθκα  αποτελούσαν ενιαία γειτονιά. Όταν στις αρχές του ’60, επί της οδού Ζαλόγγου, μεταφερόμενος από την οδό Τράντα δημιουργήθηκε ο νέος Φανός  Μπουντανάθκα, αυτός τροφοδοτήθηκε από αρκετά άτομα που συμμετείχαν δυναμικά στο Φανό Κεραμαριό. Αξίζει να αναφέρουμε μερικούς χαρακτηριστικούς τύπους από αυτούς: το Γιάννη Τζάλια από τη Τζαμάρα  που τραγουδούσε πιο παλιά στο Φανό της Τζαμάρας και ήταν βασικό μέλος στο Κεραμαριό και αργότερα στα Μπουντανάθκα , ο οποίος την ώρα του χορού γύρω από το Φανό έκανε και σατυρικές αναπαραστάσεις με την Ελένη Πλακοπίτη , τον Χρήστο Τσιάρα που τραγουδούσε μαζί με τη Μαρία Τσιουκάρα και έκαμναν σκέρτσα  ανάλογα με το τραγούδι, το Χρήστο Γκιθώνα, που έκανε πολλά αστεία.

Έτσι τέλη ’50-αρχές  του ‘60, αποχωρούν από το Κεραμαριό όλα τα βασικά στελέχη του Φανού Μπουντανάθκα που θα κρατήσουν αυτόν τον Φανό ζωντανό τα επόμενα 50 χρόνια: ο Χρήστος Γκιθώνας, ο Χρήστος Τσιάρας ,οι Μπαντωλάδες, οι Χατζηδαμαίοι , η Μαρία Τσιουκάρα, ο Θύμιος Γκιθώνας και άλλοι.  

Ο Φανός Κεραμαριό συνέχισε τη ζωντανή πορεία του μέχρι τη Χούντα, κατά τη διάρκεια της οποίας  δεν άναψε καθόλου και οργανώθηκε και πάλι στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης από τρεις μερακλήδες : τον Μιχάλη Μπάμπο, τον επονομαζόμενο φοιτητή, όπως έγραφε και η ταμπέλα έξω από το τσαγγαράδικο του, το Χαρίση Μπάμπο, φούρναρη και το Φώνη Τσιμπέρη, που μόλις είχε επιστρέψει από Αυστραλία.

Τα όργανα μπήκαν καθυστερημένα  στο Φανό, στο τέλος της δεκαετίας του ΄70 μετά τη Χούντα, γιατί το τραγούδι ήταν κυρίαρχο από πολύ  παλιά. Εκτός από τους τοπικούς οργανοπαίκτες , έφερναν όργανα και από Φλώρινα και Καστοριά. Ο Γιάννης  Τσιμπέρης, κορυφαίος τραγουδιστής στο Φανό από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, θυμάται ότι μέχρι το τέλος της δεκαετίας  του 1980 περίπου, τραγουδούσε στο Κεραμαριό χωρίς μικρόφωνο και όργανα.

Κορυφαίοι παλιοί τραγουδιστές με δυνατή φωνή στο Κεραμαριό ήταν ο Μήτσος Μάραντος, ο Χρήστος Τσιάρας, ο Θύμιος  Τσιμπέρης, ο Τζήκας Καραχάλιος, ο Λιόλιος Μπάμπος, , ο Γρηγόρης Γκλιάνας και ο Λαμπρόπουλος Δημήτρης (Λάμπρος), που δούλευε στην παλιά ηλεκτρική εταιρεία επί της οδού Τσιμηνάκη. Ο Λάμπρος τραγουδούσε στο Κεραμαριό αλλά έλεγε μετά το ’60 και 2-3 τραγούδια και στα Μπουντανάθκα. Ήταν πολύ χαρακτηριστικός τύπος γιατί συνήθιζε να φοράει μια λάμπα στο μέτωπο και να παίζει μ’ αυτήν ανάβοντας την κατά διαστήματα,  Μαζί με το Τζήκα Καραχάλιο και το Λόλιο Μπάμπο δεν τραγουδούσαν μόνο αλλά αυτοσχεδίαζαν συμμετέχοντας σε υποτυπώδη σκετς μεταξύ τους σε όλη τη διάρκεια του Φανού. Ο Καραχάλιος συνήθιζε να ντύνεται γιατρός και έκαμνε αστεία με το βιολί, ενώ ο Λάμπρος με το Μπάμπο προσποιούνταν ότι κυνηγιούνται μεταξύ τους. Επιπλέον ο Μπάμπος, ντυμένος πάππος, έκανε σκέρτσα και στην παρέλαση κυνηγώντας τον Φώνη Τσιμπέρη, νεαρό παιδί ακόμα,  που ήταν ντυμένος γιαγιά. Αυτή η παλιά γενιά τραγουδιστών μαζί με τον Κώτσιο Κόμπο έκανε κουμάντο στο Φανό, υποστηριζόμενοι από μεγάλη ομάδα άλλων γειτόνων όπως ο Νίκος Γκλιάνας, ο Κώστας Νιούλιας και ο αδελφός του, ο Θύμιος Μάραντος, ο Θύμιος και Γιάγκος Μπάμπος που έλεγαν και τραγούδια κ.α.

Το Κεραμαριό όμως διακρίνονταν και για τις πολύ καλές γυναικείες φωνές, οι οποίες συμμετείχαν στην κορφή του Φανού ήδη από τον καιρό της Κατοχής.  Δυνατή μελωδική φωνή χάρη στην οποία στέκονταν στην κορφή του Φανού διέθετε η Μαρία Τσιουκάρα, της οποίας το σπίτι, επί της Μητροπολίτου Φωτίου, έβλεπε και στους δυο Φανούς γι’ αυτό και συμμετείχε δυναμικά και στους δυο, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του ‘50  προτιμούσε σταθερά τα Μπουντανάθκα. Στην κορυφή έβγαιναν ακόμα η Θοδώρα Τσιτσέλη (κόρη Βασίλη Τσιτσέλη) και η Φροσύνη Τσιμπέρη( μάνα του Γιάννη). Η Φροσύνη είχε τόσο καλή φωνή, που μια φορά που τραγουδούσε και η φωνή από το σπίτι της έφθανε μέχρι το ραφείο του Τάκη Σιάτρα. Κάποιοι αργόσχολοι του ραφείου ακούγοντας την,  την πέρασαν για τραγουδίστρια του ραδιοφώνου και μάλωναν ποιος σταθμός είναι. Πετάγιτι τότι ο ράφτης και τσατισμένους τους αποκρίνεται «ποιό ράδιο ρα , η Φροσύνη τ’ Τσιμπέρη ακούγιτι , πίσου απ’ του ραφείου» .

Το 1983, μ’ αφορμή το πένθος ενός νέου παλικαριού, έξω από το σπίτι του οποίου άναβε ο Φανός στο Γαλατά, ο Φανός μετακινήθηκε,  εκείνη τη χρονιά, καμιά εκατοστή μέτρα πιο κάτω στο σταυροδρόμι που ανάβει σήμερα ο Φανός Πηγάδι απ’ το Κεραμαριό. Αυτό στάθηκε η αφορμή, και την επόμενη χρονιά, μια ομάδα από το παλιό Κεραμαριό  (Κώτσιος Κόμπος, Χαρίσης Μόσχος, Θύμιος Παγκαρλιώτας, Κώστας Παφίλης, Σακης Παπαβασιλείου), δεν ξαναγύρισε πίσω στον παλιό Φανό παρά λίγα χρόνια αργότερα, αρχές του ‘90 δημιούργησαν έναν καινούριο Φανό,  το Πηγάδ’ απ’ το Κεραμαριό στη θέση που ανάβει και σήμερα. Ο παλιός Φανός Κεραμαριό, μετά το 1983 άναβε πλέον στο σταυροδρόμι, στην αρχή του λάκκου της Σκ’ρκας, κι αργότερα στο γνωστό σημερινό οικόπεδο, όπου βρίσκονταν  άλλοτε τα σπίτια των Πλακοπίτηδων και άλλων.

(Πληροφορίες Κώστας  και Ματίνα Νιούλια, Θύμιος Γκιθώνας και Στέλλα Μαμάτσιου-Κυριάκου, Γιάννης Τσιμπέρης  και Γιάννης Πλακοπίτης).

Φανή Φτάκα -Τσικριτζή

The post «Ο Ιστορικός Φανός Κεραμαριό» της Φανής Φτάκας appeared first on giapraki.com.

«Ο Φανός Αριστοτέλης» της Φανής Φτάκα

$
0
0

Σήμερα ανάβει ο Φανός Αριστοτέλης. Ένα μικρό αφιέρωμα στους ανθρώπους του Φανού , που αν και μεροκαματιάρηδες  και με πολλές οικονομικές και άλλες δυσκολίες εκδήλωναν βαθειά πίστη και σεβασμό στο έθιμο και με εθελοντική προσφορά επί σειρά ετών  κατάφεραν να το διατηρήσουν ζωντανό και δυνατό μέχρι το 1983, χρονιά που πέρασε υπό την αιγίδα του Δήμου.

Ο πρώτος Φανός της γειτονιάς της Τρανής Αυλής ξεκίνησε να διοργανώνεται στο σταυροδρόμι μπροστά  στο σιδεράδικο του Πλάκα, (διασταύρωση 11ης Οκτωβρίου με Αρχελάου και Αριστοφάνους). Το εναρκτήριο αποκριάτικο σάλπισμα δίνονταν την Κυριακή το πρωί της Μικρής Αποκριάς από τους τοπικούς οργανοπαίχτες,  Μήτρο Μπήκα (Τζιόλα) και το γιό του Νίκο που μαζί με τον Μανώλη Καλαμπούκα έπαιρναν τα νταούλια και τους ζουρνάδες και έβγαιναν στο χώρο του Φανού σηματοδοτώντας την έναρξη της Αποκριάς.

Αργότερα,  στη δεκαετία του ‘60 ο Φανός μεταφέρθηκε λίγα μέτρα πιο κάτω στο άδειο  οικόπεδο του ΟΤΕ ( Συγκρότημα), μπροστά από το χαμηλό κτήριο του Πυροσβεστείου. Στον ίδιο χώρο δίνονταν  και το συσσίτιο μετά τον Εμφύλιο. Το οικόπεδο αυτό ανήκε στον Δήμο αλλά επί δημαρχίας Πολυζούλη πουλήθηκε στον ΟΤΕ.  Ο κουρέας Μίκας Κάψας πρωτοστατούσε από παλιά στην οργάνωση του Φανού μαζί με τον Νίκο Τσιάνα και τον Γιώργο Δούρβα που ήταν και κορυφαίος τραγουδιστής του Φανού.

 

 

Το 1964, επί υφυπουργού Αμύνης Μιχάλη  Παπακωνσταντίνου οι γείτονες της «Τρανής Αυλής» ήταν οι πρώτοι  που κατασκεύασαν νουντά σε Φανό. Τον ονόμασαν «ου Νουντάς τς Τάτιους», προς τιμήν της Αναστασίας (Τάτιου)  Καντηρλιώτη, πεθεράς του Γιώργου Δούρβα, αφού αυτή τον στόλισε με στρωσίδια και κεντήματα που έφερε από το σπίτι της. Εκείνη τη χρονιά, ο Μιχαλάκης έφερε μαζί του από την Αθήνα αρκετούς  καλεσμένους, κυβερνητικά στελέχη και πολιτικούς του φίλους για να βιώσουν όλοι μαζί από κοντά το πνεύμα της Κοζανίτικης Αποκριάς. Την Κυριακή το βράδυ κάνοντας τις καθιερωμένες επισκέψεις στους Φανούς πέρασαν κι από  τον Φανό Αριστοτέλη, όπου οι Αθηναίοι πολιτικοί είδαν για πρώτη φορά σε αναπαράσταση πως ήταν ένας παλιός οντάς της Κοζάνης.

 

Ο μπαρμπα -Γιώργος, μετά τη Μεταπολίτευση, από το 1983 και μετά, όταν η οργάνωση  των Φανών πέρασε υπό την αιγίδα του Δήμου, παρέδωσε τη σκυτάλη του τραγουδιού στον ανεψιό του Θανασάκη Πάτσιο, κορυφαίο τραγουδιστή του Φανού για πολλά χρόνια ακόμη. Ο τελευταίος   ξεκινούσε το Φανό με το τραγούδι «Τώρα που πιάσκα στου χουρό …..». Σε μερικά χρόνια στους κορυφαίους προστέθηκε και ο γιός του Γιώργου Δούρβα, ο Βαγγέλης . Αγαπημένο τραγούδι του Βαγγέλη με το οποίο άρχιζε να τραγουδά ήταν το «Μανά μ΄στο περιβόλι μας» αλλά και το σατυρικό  «ο παππάς ο ραγκαβέλας».

Τραγουδούσαν όμως και γυναίκες στο Φανό. Ξακουστή ήταν  η Βαγγελιώ η Τσιάνινα, γυναίκα του Νίκου Τσιάνα, που έβγαινε στην κορφή μαζί με το Γιώργο Δούρβα και ξεκινούσε πάντα  το ακόλουθο άγνωστο τραγούδι της αγάπης :

-Πες μας αμαν κι ωχ αμάν βρε Κώστα,

ποιάν αγαπάς  στον πέρα μαχαλά που πας;

-Την Ελενίτσα τη μικρή, αμάν κι ωχ αμάν

της Βαγγελιώς την αδελφή,

σύρε μανά μ’ αμάν και ωχ αμάν,

σύρε μανά μ’ και βρες την νε,

την αγαπάω πες την νε.

Παίρνει η γριά αμάν κι ωχ αμάν,

παίρνει η γριά  τη ρόκα της,

πάει στέκεται στην πόρτα της.

-Κόρη μου ο γιός μου σ’ αγαπεί

και ντρέπεται να σου το πει.

– Κι αν μ’ αγαπάει δεν έρχεται,

τα λόγια τι τα στέλνετε;

Πες του να έρθει στις 8

να ανταμωθούμε και τα δυο

Πες του να έρθει στις 9

να μην το μάθει η γειτονιά.

Από τη Μεταπολίτευση και μετά,  ο Φανός μεταφέρθηκε στο σημείο που ανάβει και σήμερα μέσα στην πλατεία Αριστοτέλους. Εκείνη την εποχή τον Φανό διοργάνωνε μια παρέα 25 ατόμων με επικεφαλής τον Γιάννη Καραματσούκα. Συμμετείχαν ο Γιάννης , ο Φίλιππος Καραμματσούκας,  ο Θανασάκης Πάτσιος, ο Θωμάς και ο Μάρκος Γιάντσιος, ο Νίκος Διδίλης, ο Θωμάς Δούρβας, ο Δημητράκης Γιάντσιος, ο Χάτσιος (τ’ς Νταντάκους), ο Νίκος Καραδήμος, ο Βαγγέλης Δούρβας, κι από τη νεότερη γενιά από το 1983 και μετά ο Γιάννης Δούρβας, ο  Γρηγόρης Λιόνας και ο Προκόπης Διδίλης.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Γιάννης Καραματσούκας, εκείνα τα χρόνια, το Σάββατο της Μεγάλης Αποκριάς χόρευε και ξενυχτούσε όλη η παρέα του στο κέντρο Ολύμπιο  διασκεδάζοντας μέχρι πρωίας. Την Κυριακή πρωί – πρωί, χωρίς να κοιμηθούν καθόλου αλλάζοντας μόνο ρούχα, πιάνονταν στη δουλειά για να ετοιμάσουν το Φανό. Όργανα έπαιρναν από Τσοτύλι, Καστοριά ή Εμπόριο.

 

 

(Πληροφορίες  Θανασάκης Πάτσιος,  Γιάννης Καραματσούκας, Βαγγέλης Δούρβας και Προκόπης Διδίλης )

Φανή Φτάκα-Τσικριτζή

The post «Ο Φανός Αριστοτέλης» της Φανής Φτάκα appeared first on giapraki.com.

«O Φανός Αλώνια σε παλιότερες εποχές» της Φανής Φτάκα Τσικριτζή

$
0
0

Σήμερα ανάβει ο Φανός Αλώνια, ο Φανός αυτός τα παλιότερα χρόνια γίνονταν μπροστά από του Κουμούση το πηγάδι, επί της Μ. Αλεξάνδρου, λίγο πιο κάτω από το σημερινό Καφέ Χαρμάνι.  Είχε σταθερά σπουδαίους τραγουδιστές άνδρες αλλά και γυναίκες.

Ξακουστές κορυφαίες τραγουδίστριες του Φανού, που έβγαιναν επικεφαλής του χορού και τραγουδούσαν ήταν η Μαρία Μπιλιώνη, αδελφή του Μιχάλη  Μπηλιώνη (Χαλιούρα), ο οποίος τραγουδούσε στο Δεσποτικό στη Β’ Ανάσταση και στα Μπουντανάθκα και από το ‘60 και μετά η Κούλα Καντζούρη, που ντύνονταν πάντα τσιγγάνα και είχε φανταστική φωνή. Ο κύκλος των κορυφαίων τραγουδιστριών διευρύνονταν από τις καλλίφωνες αδελφές Δήμητρα Κοκκαλιάρη και Βαγγελιώ Τσιάνα (Τσιάνινα) υποστηριζόμενες  από τη νύφη τους Τασίτσα Ζαφείρη αλλά και από την Λέγκω (Ελένη Μπουμπόναρη) –Πεσλή, που διέθετε εξαιρετική φωνή υποστηριζόμενη από τις αδελφές της Κούλα και Τασούλα, θυγατέρες όλες του Ζήση Πεσλή του αγιογράφου. Κόρη της Τασούλας Πεσλή ήταν και μια νεώτερη αοιδός της γειτονιάς, η αείμνηστη Ανθή Κωλέτση. Στην κορυφή επίσης τραγουδούσε και η Βασιλική Μπιλιώνη.

Κορυφαίοι άνδρες τραγουδιστές ήταν ο Γιώργος Κοκκαλιάρης που καθόταν κοντά στον Αη Γιώρη, ο Μήκας Τζάλιας, παππούς των σημερινών κορυφαίων του Φανού Τάκη και του γιού του Θύμιου Τζάλια και ο Μερκούρης Καστανάρας.   Από το ‘70 όμως και μετά και για περισσότερο από 20 χρόνια κορυφαίος τραγουδιστής του Φανού ήταν ο Θοδωράκης Ιωαννίδης (Γιοβάνης), το γένος Μαμάτσιου, πρώτος ξάδελφος του Γιάννη Τσιμπέρη από το Κεραμαριό, που κληρονόμησε κι αυτός το θείο δώρο της φωνής, που διέθετε τόσο ο Γιάννης Τσιμπέρης, όσο και  η μάνα του. Την ίδια εποχή ως άλλοι σπουδαίοι τραγουδιστές αναφέρονται ο Ρούσης Πεσλής, ανηψιός της Λέγκως Καραμούζα που τραγουδούσε ως κορυφαία στο Φανό τ’ Αη Δημήτρη, ο Γιάννης Πάτσιος και ο Γιάννης Τσουμής.

 

Από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80 και μετά, στην κορφή του χορού τους διαδέχονται ο Τάκης Τζάλιας και ο Γιώργος Σβώλης. Στο Φανό έβγαινε όλη η γειτονιά, αλλά η παρουσία των ανδρών ήταν κυρίαρχη. Από το ‘60 και μετά στα βασικά στελέχη του Φανού συγκαταλέγονται ο Ρούσσης Πεσλής, που ήταν και κανταδόρος,  (αγαπημένο του τραγούδι «κι σεις πουλιά πετούμενα , εκεί ψηλά που πάτε»), ο Μήκας Τζάλιας, ο Μήτσος Κοκκαλιάρης, ο Ηλίας Μαγούλας, ο Γιώργος Κοκκαλιάρης, ο Σωτήρης Πάτσιος και τα ανήψια του Ηλίας και Γιάννης, ο Γιάννης Γιαπράκας, ο Βασίλης Βασιλειάδης, ο Πάνος Σταμάτης, ο Αιμίλιος Κουντουράς, ο Τάκης Αραμπατζής αλλά και στα νεότερα χρόνια ο Τάκης Κουράκλης. Το χειρότερο τραγούδι που έλεγαν ήταν το «Θαμα πουδα το Σαββάτο».

Η βασική ομάδα του Φανού ξεκινούσε τις αποκριάτικες προετοιμασίες κάνοντας την πρώτη της συγκέντρωση την Κυριακή της  Μικρής Αποκριάς στην πλατεία Αλώνια με μια μοσχαροκεφαλή στο λαδόχαρτο. Τρώγοντας και πίνοντας ξεκινούσαν την κουβέντα για τις δουλειές που έπρεπε να γίνουν μέχρι την άλλη Κυριακή της Τυροφάγου, την Κυριακή της Μεγάλης Αποκριάς, που θα άναβε κανονικά ο Φανός. Ελλείψει στεκιού, μεγάλο μέρος των προετοιμασιών, γινόταν στο μαγαζί των Βαχτσεβαναίων, που το παραχωρούσαν εκείνες τις μέρες και στο σπίτι του Ηλία Μαγούλα, όπου και η Τασίτσα Μαγούλα (η Μαγούλαινα) έβαζε όλη την τέχνη της στην παρασκευή των απαραίτητων εδεσμάτων , κυρίως μια κουπάνα κεφτέδες  για το βράδυ της Κυριακής.

 

Ευχαριστώ  για τις πληροφορίες και το φωτογραφικό υλικό : τον Τάκη Τζάλια, Γιάννη Πάτσιο, Λόλα Μπιλιώνη,  Μιχάλη Μαγούλα, Δώρα Πεσλή, Κούλα Γκρίμπα-Πεσλή.

Φανή Φτάκα Τσικριτζή

The post «O Φανός Αλώνια σε παλιότερες εποχές» της Φανής Φτάκα Τσικριτζή appeared first on giapraki.com.

Tα τραγούδια των Φανών στην Κοζάνη -Κωμικά και αθυρόστομα [VIDEO]

$
0
0

Η κοζανίτικη αποκριά δεν είναι κάποιο έθιμο που αναβιώνει τις ημέρες του εορταστικού δωδεκαημέρου.

Πρόκειται για μια ζωντανή διονυσιακή γιορτή που επαναλαμβάνεται από τους κατοίκους της τους τελευταίους τρεις αιώνες. Ο πυρήνας αυτής της γιορτής είναι οι Φανοί.

Όσα χρόνια κι αν πέρασαν, οθωμανική περίοδος, απελευθέρωση, πόλεμοι, πληθώρα δυσκολιών, όσο κι αν άλλαξε το αρχιτεκτονικό και χωροταξικό ανάγλυφο της πόλης -από τα αρχοντικά και τα χαμόσπιτα της εποχής έχουν μείνει ελάχιστα έως καθόλου στην πόλη για να θυμίζουν τον παλιό εαυτό της- η κοζανίτικη αποκριά δεν άλλαξε, αλλά προσαρμόστηκε στο πνεύμα των καιρών, στο μέτρο των επιθυμιών και του πάθους των ανθρώπων στα χρόνια που ακολούθησαν.

Το τραγούδι στο πολύ ιδιαίτερο κοζανίτικο γλωσσικό ιδίωμα κυριαρχεί και για κάποιον που δεν είναι κατάλληλα προετοιμασμένος μπορεί και να σοκάρει.

Όταν κουραστούν από το τραγούδι παίρνουν σειρά τα όργανα όπου πολυμελείς μπάντες πνευστών και χάλκινων παίζουν μουσικούς σκοπούς της Μακεδονίας.

Ηδη οι εκδηλώσεις ξεκίνησαν όπως βλέπουμε στο βίντεο του kozanitv

Οι φανοί της Κοζάνης στηρίζονται στην αυθόρμητη συμμετοχή των κατοίκων της, οι οποίοι τους ετοιμάζουν και πρωτοστατούν στο γλέντι με τα παραδοσιακά αποκριάτικα τραγούδια ή τα λεγόμενα «ξινέτροπα ή σκωπτικά».
Οι φανοί σε όλη την πόλη ανάβουν κατά τις 8 το βράδυ της Μεγάλης Αποκριάς, κι αμέσως οι άνθρωποι της γειτονιάς ξεκινούν το τραγούδι.

Οι παρευρισκόμενοι σχηματίζουν έναν κύκλο γύρω από τη φωτιά με τον κορυφαίο τραγουδιστή στην κορυφή του χορού και με ρυθμικό τρόπο επαναλαμβάνουν τα λόγια του υπό το χτύπημα των χεριών τους. Το κέφι αρχίζει να ανεβαίνει, το κρασί ρέει άφθονο, οι παραδοσιακές κοζανίτικες πίτες, τα γνωστά «κιχιά», κυκλοφορούν παντού και ο κύκλος γύρω απ’ το βωμό μεγαλώνει.

Στην αρχή λέγονται τραγούδια της αγάπης και του έρωτα, και ορισμένα εμπνευσμένα από τα κατορθώματα των κλεφτών κατά την Επανάσταση του 1821.

Τα πιο τολμηρά λέγονται στη συνέχεια που είναι σκωπτικά και διακωμωδούν άνδρες και γυναίκες.
Υπάρχουν όμως και κάποια που είναι μόνο για μεγάλους τα λεγόμενα «ξινέντροπα», είναι πολύ αθυρόστομα και τραγουδιούνται αργά το βράδυ, «τις ώρες δηλαδή που τα παλιά τα χρόνια οι γυναίκες με τα παιδιά επέστρεφαν στα σπίτια τους». Αυτή είναι και η πιο χαρακτηριστική στιγμή σε όλη τη διάρκεια των αποκριάτικων εκδηλώσεων στην Κοζάνη.

Στα τραγούδια των φανών έχει κυρίαρχο ρόλο ο κορυφαίος αρχιτραγουδιστής της γειτονιάς που ξέρει όλους τους στίχους των τραγουδιών και τα λέει ανάλογα με την περίσταση και το κέφι. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα «ξινεντροπα» τραγούδια χωρίς κανένα στοιχείο συστολής η ενοχής, λέγονται στον φανό της γειτονιάς μόνο στην διάρκεια του εορταστικού δωδεκαήμερου.

Σε ό,τι αφορά την καταγωγή του εθίμου, πολλοί μελετητές της λαογραφίας υποστηρίζουν την άμεση σύνδεσή του με τις αρχαίες διονυσιακές γιορτές, και τα ρωμαϊκά Σατουρνάλια.
Οι αλλαγές που έχει υποστεί το έθιμο κατά την διάρκεια του χρόνου, του έχει προσδώσει περισσότερη αίγλη και έχει αγαπηθεί από χιλιάδες επισκέπτες που φθάνουν στην Κοζάνη έστω για μια φορά να τραγουδήσουν τα ερωτικά και τα «βρώμικα» τραγούδια των φανών και να χορέψουν υπό τους ήχους των χάλκινων γύρω από την φωτιά.

Την Κυριακή της Αποκριάς το μεσημέρι γίνεται η παρέλαση των αρμάτων που έχουν ετοιμάσει οι άνθρωποι των φανών με έντονα στοιχεία αυτοσαρκασμού, κοινωνικής και πολιτικής σάτιρας. Το έθιμο επιβάλλει ο δήμαρχος να δίνει το έναυσμα της γιορτής με το άναμμα του φανού στην κεντρική πλατεία και στην συνέχεια ο ίδιος υπό τους ήχους των πνευστών και χάλκινων θα χορέψει τον πιο γνωστό αποκριάτικο σκοπό της περιοχής το περίφημο «έντεκα».

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ

iefimerida.gr

The post Tα τραγούδια των Φανών στην Κοζάνη -Κωμικά και αθυρόστομα [VIDEO] appeared first on giapraki.com.

«Oυ φανός στην Κοζάνη» Νάση Αλευρά

$
0
0


Από την στήλη “20 χρόνια πριν”

Ο Φανός στην Κοζάνη γίνεται την αποκριά. Αποκριά είναι η λέξη από την πρόθεση «από» και «κρέας» που σημαίνει αποχή από το κρέας.

Τότες γίνονταν και μασκαράδες, καρναβάλια. Σύνθετος λέξη από «Καρνά» και «βάλε» και θα πει χαίρε κρέας.
Κι όλοι, μικροί και μεγάλοι, μεταμφιέζονταν και γλεντούσαν κάτω από την προστασία της μάσκας, της προσωπίδας που σκέπαζε έτσι την ανωνυμία τους.

Η αρχή από τούτο το έθιμο, βρίσκεται σε αρχαία ειδωλολατρικά έθιμα όπως στα Κρόνια, στα Διονύσια και στα Λουπερκάλια.

Κι έτσι φτάνουμε στον περίφημο Φανό της Κοζάνης. Φανός από το φαίνω και φαίνομαι από μακριά.
Πολλοί είναι κείνοι που συγχέουν το Φανό της Κοζάνης με το καρναβάλι. Λάθος. Ο Φανός, καμιά μα καμιά σχέση δεν έχει με τον καρνάβαλο και τις διάφορες εκδηλώσεις που τον συνοδεύουν. Οπως γίνεται σε πολλές πόλεις της Ελλάδας. Κι η διαφορά, έγκειται σε τούτο. Ενώ το καρναβάλι στις διάφορες πόλεις, είναι πιστή αντιγραφή του Καρναβαλιού της Βενετίας, της Νίκαιας, του Μονάχου κι άλλων ευρωπαϊκών πόλεων, ο Φανός στην Κοζάνη είναι τελείως άσχετος με τις γιορτές που γίνονται στις προαναφερόμενες πόλεις.

Ο Φανός της Κοζάνης, έχει το δικό του σήμα. Κάπως τυποποιημένο, μα το εντελώς ξεχωριστό από κάτι ανάλογο και παρόμοιο ξεφάντωμα. Ολη του η πρωτοτυπία και όλη του η αίγλη, κορυφώνεται τη νύχτα της Μεγάλης Αποκριάς, που ανάβουν οι Φανοί στις γειτονιές και γύρο – τριγύρο τραγουδούν και χορεύουν οι εορταστές. Κι έτσι δείχνει μια εικόνα που πολύ θυμίζει κάτι ανάλογες πολεμικές γιορτές της αρχαίας Ελλάδας. Και σε τέτοιο σημείο μάλιστα, ώστε αδίσταχτα να ισχυριζόμαστε, ότι είναι η συνέχεια εκείνων και ο χορός που χορεύεται (σε χρόνο 2/4), δεν είναι παρά αυτούσιος ο πυρρίχιος χορός των αρχαίων Ελλήνων.

Κι όπως τότες οι πολεμιστές πριν ξεκινήσουν για τη μάχη θυσίαζαν στους θεούς τους πάνω σε βωμούς, στη μέση ο ραψωδός με τη λύρα του, έψελνε πολεμικά θούρια κι οι στρατιώτες χορεύοντας, επαναλάμβαναν το τραγούδι σείοντας στον αέρα τ’ ακόντια και τις ασπίδες τους, έτσι και στο Φανό της Κοζάνης, χορεύουν οι φουστανελλάδες γύρω απ’ το Φανό, σείοντας στον αέρα τις χατζάρες και τα γιαταγάνια, που κρατούσαν στα χέρια τους.

Ο πρώτος που τραβούσε το χορό (ο κορυφαίος εδώ αντίς για το ραψωδό), έλεγε μια στροφή απόνα τραγούδι και το επαναλάβαναν οι άλλοι. Τραγουδώντας χτυπούσε τα χέρια ρυθμικά, το επαναλάμβαναν οι υπόλοιποι του χορού και στη συνέχεια αρχινούσαν το χορό με κινήσεις αργές και ρυθμικές, το κορμί στητό και με λυγίσματα και τσακίσματα αντάξια της λεβεντιάς τους.

Με τούτο το έθιμο της Κοζάνης αρχολήθηκαν ιδιαίτερα δικοί μας και ξένοι μελετητές των εθίμων του ελληνικού λαού. Και το τελικό τους συμπέρασμα ήταν πως ο χορός απ’ το Φανό, είναι απομεινάρι του αρχαίου πυρρίχιου χορού.
Ο Φανός, αρχινούσε απ’ τη μικρή αποκριά, της Τυρρηνής. Εστηναν στις γειτονιές το Φανό, σαν είδος βωμού καμωμένου από λιθάρια κ’ έκαιγαν πάνω τσάκνα και ξερόκλαδα, καθώς και ρίζες από καντηλίνα (φασκόμηλο). Κι αποτελούσε το προοίμιο, για το ξεφάντωμα της τρανής αποκριάς, της Τυροφάγου.

Απ’ την προηγούμενη Κυριακή ακόμα, μικροί και μεγάλοι, μ’ ένα πιάτο τσίγκινο στο χέρι, ζητούσαν από τους γειτόνους: «μια δεκάρα για το Φανό», ν’ αγοράσουν δαδί. Γιατί την τρανή την αποκριά, έκαιγαν μόνο δαδί. Κι όλοι έδιναν μ’ ευχαρίστηση, ότι προαιρούνταν, σαν έκτακτη εισφορά για την επιτυχία του φανού της γειτονιάς.
Και το βράδυ της τρανής της αποκριάς, ήταν όλα έτοιμα. Στολισμένο το αλώνι, που έστηναν το Φανό, με χάρτινες γιρλάντες, φιλουρίδια (σεπραντίνες) χάρτινα φαναράκια κι άλλα τέτοια μπιχλιμπίδια. Γύρο απ’ το Φανό, αραδιασμένα τα σαμάρια, να κάθουνται οι φίλοι κ’ οι πανηγυριώτες και τα βαένια με το κρασί να πίνουν όλος ο κόσμος και να χαίρονται την αποκριά.

Κι η κάθε γειτονιά, πάσχιζε πως να το παρουσιάσει τον καλλίτερο και τον πιο φανταχτερό Φανό, με τους πιο καλλίφωνους τραγουδισταράδες και να πει τα ωραιότερα τραγούδια απ’ το Φανό.

Πριν βγουν στο Φανό, σχωρνιούνταν όλοι μεταξύ τους. Οι μικρότεροι φιλούσαν το χέρι των γεροντότερων. Και κείνοι τους σχωρνούσαν και τους εύχονταν και του χρόνου καλλίτερα. Υστερα δειπνούσαν και μετά το δείπνο, έκαναν την χάσκα. Εδεναν μ’ ένα ράμα (μια κλωστή) ένα σφιχτό αυγό στην άκρη απ’ τον κλώστη και το τριουρνούσαν (το περιέφεραν) σ’ όλους με την αράδα (σειρά). Κι όποιος τα κατάφερνε να το χάψει στο στόμα, χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του, τότρωγε κιόλας. Στο κατόπι, έβγαιναν όλοι μαζί στο Φανό. Κι ο πρώτος απ’ το Φανό (ο αρχηγός, να πούμε) τους κερνούσε όλους κρασί με την κολοκύθα, που γέμιζε απ’ τα βαένια και μεζέδες στο πινάκι. Και τους τραβούσε στο χορό.
Κείνα τα χρόνια (μα και σήμερα ακόμα, αν και γίνονται γι’ άλλους λόγους βραβεία και τα τέτοια) δεν υπήρχε μονάχα ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις γειτονιές, για το ποια θα παρουσιάσει τον καλλίτερο Φανό. Υπήρχε κι ο ζήλος μεταξύ και των ίδιων των γειτόνων, ποιος θα τραγουδούσε καλλίτερα και θάλεγε το πρωτοτυπότερο τραγούδι. Και τούτο, είχε μεγάλη σημασία για τους τραγουδιστάδες. Επαιρναν θέση στη γειτονιά. Κι οι γειτόνοι, τους είχαν σε τρανή υπόληψη κι ακόμα μη βρέξει και μη στάξει.

Πρώτους τους καλούσαν στα γλέντια και στα γιορτάσια, στους αρραβώνες και στους γάμους, να τους τραγουδούν. Και στα πανηγύρια, αυτοί τραβούσαν το χορό (έσερναν το χορό, χόρευαν πρώτοι στην κορφή). Οι περιποιήσεις που τους έκαναν, ήταν περίσιες. Και τούτο, γιατί αποτελούσαν κάτι το μοναδικό το δυσεύρετο. Νεώτεροι ραψωδοί. Κι αν τύχαινε νάναι κι ανύπαντροι, χαρά στη μάνα που τους γέννησε.

Κι έλεγαν τραγούδια της αγάπης, τραγούδια κλέφτικα, της λεβεντιάς και της αντρειωσύνης και τραγούδια σατυρικά.
Κι ακόμα τραγουδούσαν και τραγούδια ξινέντραπα (αδιάντροπα) μασκαραλίτκα, «αριστοφένεια» σόκιν. Τούτα τάλεγαν κοντά τα ξημερώματα κι όταν όλοι βρίσκονταν στο τσακίρ κέφι. Το Φανό, οι τότες υπόδουλοι Κοζανίτες, τον είχαν και σαν εκδήλωση των πατριωτικών τους αισθημάτων. Κι ήταν η μοναδική ευκαιρία σ’ ολάκερο το χρόνο, να ξεφαντώσουν Ελληνοπρεπέστατα. Να κρεμούν την Ελληνική σημαία από τα παράθυρα και τους εξώστες των σπιτιών. Να στολίζουν τους Φανούς με άσπρα και γαλάζια χαρτόνια, τα χρώματα της Ελληνικής σημαίας. Και να τραγουδούν τα εμβατήρια της λεύτερης Πατρίδας χωρίς και να τολμάει να τους παρατηρήσει ο καταχτητής, πολύ περισσότερο, να τους τιμωρήσει για την ολοφάνερη τούτη ανταρσία τους ενάντια στο δυνάστη τούρκο.

Κι ενώ σε όλη την τότε οθωμανική επικράτεια, απαγορεύονταν το μασκάρεμα τις αποκριές στην Κοζάνη μοναδική εξαίρεση – όχι μονάχα επιτρεπόταν, αλλά και στέλονταν ενισχύσεις της τούρκικης αστυνομίας, να επιβάλουν την τάξη σε τυχόν κονιάρηδες ταραξίες, που μαζεύονταν στην Κοζάνη απ’ τα γύρο κονιαροχώρια, για να χαζέψουν τους Φανούς, και που θα ήθελαν να τους πειράξουν και να κάνουν φασαρία.

Τούτο το προνόμιο, το είχαν κατορθώσει οι Κοζανίτες με ειδική διαταγή του Διοικητή Βιλαετίου του κοσσυφοπεδίου, που είχε για έδρα του το Μοναστήρι, κι ύστερα από ενέργειες των επιφανών Κοζανιτών, που ζούσαν στα κράτη της Μεσευρώπης, την Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία κ.λ.π. Κι έτσι όταν οι τζιαντερμάδες (τούρκοι χωροφύλακες) περνούσαν απ’ τους Φανούς, χαιρετούσαν στρατιωτικά κι απομακρύνονταν στα γλήγορα, να μην ενοχλήσουν αυτούς που γλεντούσαν. Ενώ ήταν γνωστό, πως οι Φανοί αποτελούσαν τόπο συγκεντρώσεως για όλους τους τότε υπόδουλους Ελληνες, όπου συνενοούνταν κι έπερναν αποφάσεις και κατά την επανάσταστη του ‘21 και στον κατοπινό Μακεδονικό Αγώνα. Και μάλιστα, σε τούτο τον τελευταίο κουβαλούσαν και μοίραζαν κρυφά τα όπλα και τα πολεμοφόδια στους αντάρτες…
Σαν έφεγγε καλά η μέρα έσβηναν το Φανό. Μάζευαν τη στάχτη και πήγαιναν και τη σκορπούσαν στο βιό (στα χωράφια και στ’ αμπέλια), να καρπίσουν και ν’ αυγατίσει η σοδειά. Σημάδι και τούτο, πως πολλές απ’ τις γιορτές των Αρχαίων Ελλήνων, διαρητούνται και σημέρ’ ακόμα απ’ τον Ελληνικό λαό, σαν συνέχεια εκείνων κι ας λένε μερικοί λαογράφοι και προ παντός ιστοριογράφοι, πως ο σημερινός Ελληνισμός δεν έχει τη ρίζα του στον παλιό, μα αποτελεί παρακλάδι απόνα γιγαντόσωμο δεντρί.

Τ’ απόγιομα της Καθαροδευτέρας, όλοι μαζί, ανέβαιναν στις μπαλαμιές (αμυγδαλιές) στον Αη – Δημήτρη και χόρευαν και γλεντούσαν με τ’ άργανα. Εκεί έκαναν επίδειξη της χορευτικής τους δεινότητας οι φουστανελλάδες, που φορούσαν τις φουστανέλλες με τα πολλά τα λαγγιόλια, τ’ ασημοκεντημένα τα πισλιά και τα τσαρούχια με τις τρανές τις φούντες.
Και με το ηλιοβασίλεμα, το σκορπούσαν και γύριζαν σπίτια τους, ν’ αναπαυτούν. Αρχινούσε η σαρακοστή.

Απ’ την Καθαροδευτέρα, κρατούσαν και το τριόϊμερο (τριήμερο) δηλαδή, τρεις μέρες συνέχεια – όσοι κρατούσαν τριόϊμερο – είχαν μέρες τέλεια αποχή από φαγητό, ψωμί και νερό. Η μόνη τους τροφή ήταν δυό καφέδες, που τους έπιναν τον ένα στις δέκα το πρωί και τον άλλο στις τέσσερις το απόγευμα.

Την πρώτη τροφή, τη λάβαιναν την Τετάρτη στις δέκα η ώρα το πρωί. Ετρωγαν την πίττα με ταχίνι.
Κι όποιος ή όποια δεν άντεχε τούτες τις τρεις μέρες χωρίς τροφή, και τύχαινε να πεθάνει τις περισσότερες φορές απ’ άλλη αιτία – δεν τον έθαφταν στο νεκροταφείο, μα στην κοπριά.

Για να μην μπορέσει να κρατήσει τριόϊμερο κι ύστερα να πεθάνει, θα πει πως ήταν αμαρτωλός και δεν του άξιζε να θαφθεί στο αιώνιο ησυχαστήριο των νεκρών. Η θέση του ήταν μακριά απ’ το νεκροταφείο στην τούμπα από κοπριά…
Κι η κάθε γειτονιά, πάσχιζε πως να το παρουσιάσει τον καλλίτερο και τον πιο φανταχτερό Φανό, με τους πιο καλλίφωνους τραγουδισταράδες και να πει τα ωραιότερα τραγούδια απ’ το Φανό.

Πριν βγουν στο Φανό, σχωρνιούνταν όλοι μεταξύ τους. Οι μικρότεροι φιλούσαν το χέρι των γεροντότερων. Και κείνοι τους σχωρνούσαν και τους εύχονταν και του χρόνου καλλίτερα. Υστερα δειπνούσαν και μετά το δείπνο, έκαναν την χάσκα. Εδεναν μ’ ένα ράμα (μια κλωστή) ένα σφιχτό αυγό στην άκρη απ’ τον κλώστη και το τριουρνούσαν (το περιέφεραν) σ’ όλους με την αράδα (σειρά). Κι όποιος τα κατάφερνε να το χάψει στο στόμα, χωρίς να χρησιμοποιήσει τα χέρια του, τότρωγε κιόλας. Στο κατόπι, έβγαιναν όλοι μαζί στο Φανό. Κι ο πρώτος απ’ το Φανό (ο αρχηγός, να πούμε) τους κερνούσε όλους κρασί με την κολοκύθα, που γέμιζε απ’ τα βαένια και μεζέδες στο πινάκι. Και τους τραβούσε στο χορό.
Κείνα τα χρόνια (μα και σήμερα ακόμα, αν και γίνονται γι’ άλλους λόγους βραβεία και τα τέτοια) δεν υπήρχε μονάχα ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις γειτονιές, για το ποια θα παρουσιάσει τον καλλίτερο Φανό. Υπήρχε κι ο ζήλος μεταξύ και των ίδιων των γειτόνων, ποιος θα τραγουδούσε καλλίτερα και θάλεγε το πρωτοτυπότερο τραγούδι. Και τούτο, είχε μεγάλη σημασία για τους τραγουδιστάδες. Επαιρναν θέση στη γειτονιά. Κι οι γειτόνοι, τους είχαν σε τρανή υπόληψη κι ακόμα μη βρέξει και μη στάξει.
Πρώτους τους καλούσαν στα γλέντια και στα γιορτάσια, στους αρραβώνες και στους γάμους, να τους τραγουδούν. Και στα πανηγύρια, αυτοί τραβούσαν το χορό (έσερναν το χορό, χόρευαν πρώτοι στην κορφή). Οι περιποιήσεις που τους έκαναν, ήταν περίσιες. Και τούτο, γιατί αποτελούσαν κάτι το μοναδικό το δυσεύρετο. Νεώτεροι ραψωδοί. Κι αν τύχαινε νάναι κι ανύπαντροι, χαρά στη μάνα που τους γέννησε.

Κι έλεγαν τραγούδια της αγάπης, τραγούδια κλέφτικα, της λεβεντιάς και της αντρειωσύνης και τραγούδια σατυρικά.
Κι ακόμα τραγουδούσαν και τραγούδια ξινέντραπα (αδιάντροπα) μασκαραλίτκα, «αριστοφένεια» σόκιν. Τούτα τάλεγαν κοντά τα ξημερώματα κι όταν όλοι βρίσκονταν στο τσακίρ κέφι. Το Φανό, οι τότες υπόδουλοι Κοζανίτες, τον είχαν και σαν εκδήλωση των πατριωτικών τους αισθημάτων. Κι ήταν η μοναδική ευκαιρία σ’ ολάκερο το χρόνο, να ξεφαντώσουν Ελληνοπρεπέστατα. Να κρεμούν την Ελληνική σημαία από τα παράθυρα και τους εξώστες των σπιτιών. Να στολίζουν τους Φανούς με άσπρα και γαλάζια χαρτόνια, τα χρώματα της Ελληνικής σημαίας. Και να τραγουδούν τα εμβατήρια της λεύτερης Πατρίδας χωρίς και να τολμάει να τους παρατηρήσει ο καταχτητής, πολύ περισσότερο, να τους τιμωρήσει για την ολοφάνερη τούτη ανταρσία τους ενάντια στο δυνάστη τούρκο.

Κι ενώ σε όλη την τότε οθωμανική επικράτεια, απαγορεύονταν το μασκάρεμα τις αποκριές στην Κοζάνη μοναδική εξαίρεση – όχι μονάχα επιτρεπόταν, αλλά και στέλονταν ενισχύσεις της τούρκικης αστυνομίας, να επιβάλουν την τάξη σε τυχόν κονιάρηδες ταραξίες, που μαζεύονταν στην Κοζάνη απ’ τα γύρο κονιαροχώρια, για να χαζέψουν τους Φανούς, και που θα ήθελαν να τους πειράξουν και να κάνουν φασαρία.

Τούτο το προνόμιο, το είχαν κατορθώσει οι Κοζανίτες με ειδική διαταγή του Διοικητή Βιλαετίου του κοσσυφοπεδίου, που είχε για έδρα του το Μοναστήρι, κι ύστερα από ενέργειες των επιφανών Κοζανιτών, που ζούσαν στα κράτη της Μεσευρώπης, την Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία κ.λ.π. Κι έτσι όταν οι τζιαντερμάδες (τούρκοι χωροφύλακες) περνούσαν απ’ τους Φανούς, χαιρετούσαν στρατιωτικά κι απομακρύνονταν στα γλήγορα, να μην ενοχλήσουν αυτούς που γλεντούσαν. Ενώ ήταν γνωστό, πως οι Φανοί αποτελούσαν τόπο συγκεντρώσεως για όλους τους τότε υπόδουλους Ελληνες, όπου συνενοούνταν κι έπερναν αποφάσεις και κατά την επανάσταστη του ‘21 και στον κατοπινό Μακεδονικό Αγώνα. Και μάλιστα, σε τούτο τον τελευταίο κουβαλούσαν και μοίραζαν κρυφά τα όπλα και τα πολεμοφόδια στους αντάρτες…
Σαν έφεγγε καλά η μέρα έσβηναν το Φανό. Μάζευαν τη στάχτη και πήγαιναν και τη σκορπούσαν στο βιό (στα χωράφια και στ’ αμπέλια), να καρπίσουν και ν’ αυγατίσει η σοδειά. Σημάδι και τούτο, πως πολλές απ’ τις γιορτές των Αρχαίων Ελλήνων, διαρητούνται και σημέρ’ ακόμα απ’ τον Ελληνικό λαό, σαν συνέχεια εκείνων κι ας λένε μερικοί λαογράφοι και προ παντός ιστοριογράφοι, πως ο σημερινός Ελληνισμός δεν έχει τη ρίζα του στον παλιό, μα αποτελεί παρακλάδι απόνα γιγαντόσωμο δεντρί.

Τ’ απόγιομα της Καθαροδευτέρας, όλοι μαζί, ανέβαιναν στις μπαλαμιές (αμυγδαλιές) στον Αη – Δημήτρη και χόρευαν και γλεντούσαν με τ’ άργανα. Εκεί έκαναν επίδειξη της χορευτικής τους δεινότητας οι φουστανελλάδες, που φορούσαν τις φουστανέλλες με τα πολλά τα λαγγιόλια, τ’ ασημοκεντημένα τα πισλιά και τα τσαρούχια με τις τρανές τις φούντες.
Και με το ηλιοβασίλεμα, το σκορπούσαν και γύριζαν σπίτια τους, ν’ αναπαυτούν. Αρχινούσε η σαρακοστή.

Απ’ την Καθαροδευτέρα, κρατούσαν και το τριόϊμερο (τριήμερο) δηλαδή, τρεις μέρες συνέχεια – όσοι κρατούσαν τριόϊμερο – είχαν μέρες τέλεια αποχή από φαγητό, ψωμί και νερό. Η μόνη τους τροφή ήταν δυό καφέδες, που τους έπιναν τον ένα στις δέκα το πρωί και τον άλλο στις τέσσερις το απόγευμα.

Την πρώτη τροφή, τη λάβαιναν την Τετάρτη στις δέκα η ώρα το πρωί. Ετρωγαν την πίττα με ταχίνι.
Κι όποιος ή όποια δεν άντεχε τούτες τις τρεις μέρες χωρίς τροφή, και τύχαινε να πεθάνει τις περισσότερες φορές απ’ άλλη αιτία – δεν τον έθαφταν στο νεκροταφείο, μα στην κοπριά.

Για να μην μπορέσει να κρατήσει τριόϊμερο κι ύστερα να πεθάνει, θα πει πως ήταν αμαρτωλός και δεν του άξιζε να θαφθεί στο αιώνιο ησυχαστήριο των νεκρών. Η θέση του ήταν μακριά απ’ το νεκροταφείο στην τούμπα από κοπριά…

Νάση Αλευρά

xronos-kozanis.gr

The post «Oυ φανός στην Κοζάνη» Νάση Αλευρά appeared first on giapraki.com.


Έθιμα του Πάσχα στην Κοζάνη

$
0
0

 

Το Πάσχα στην Κοζάνη γιορτάζεται σχεδόν με τον ίδιο τρόπο που γιορτάζεται σε όλα τα μέρη της Ελλάδος. Εκτός από το καθαρά τυπικό θρησκευτικό λειτουργικό στα έθιμα περιλαμβάνεται το κόκκινο αυγό, το τσουρέκι, ο οβελίας κτλ.

Παρ’ όλα αυτά υπάρχουν ορισμένα ιδιαίτερα έθιμα που μόνο στην Κοζάνη και την περιοχή της τηρούνται. Αυτά θα περιγράψουμε.

ΤΑ ΠΑΣΧΑΛΙΝΑ ΕΘΙΜΑ

Το χριστιανικό συμβολισμό του Πάσχα καθιέρωσε για πρώτη φορά ο Απόστολος Παύλος. Από την εποχή που οι χριστιανοί άρχισαν να γιορτάζουν το Πάσχα, διατήρησαν ορισμένα χαρακτηριστικά του Εβραϊκού, ενώ ταυτόχρονα προσέθεσαν άλλα. Αυτό φαίνεται από το πασχαλινό αρνί (οβελίας) και τα κόκκινα αυγά.

Πλούσια είναι η παράδοση για τον συμβολισμό των αυγών του Πάσχα. Στα Βυζαντινά χρόνια έφτιαχναν κουλούρα που στην μέση της είχε ένα κόκκινο αυγό. Το αυγό, από το οποίο βγαίνουν τα πουλιά, συμβολίζει την ζωή, ενώ το κόκκινο είναι το χρώμα της ζωής. Το βάψιμο των αυγών, για λατρευτικούς σκοπούς απαντάται σε διάφορους τόπους του κόσμου.

Πριν τη γιορτή του Πάσχα, έχουμε μία περίοδο νηστείας 50 ημερών. Η τελευταία εβδομάδα πριν από την Κυριακή του Πάσχα είναι η Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών.

Η ΣΑΡΑΚΟΣΤΗ

Σαράντα μέρες κράταγε η νηστεία πριν το Πάσχα γιατί τόσες νήστεψε και ο Χριστός στην έρημο. (Αν τις μετρήσουμε από την Καθαρή Δευτέρα έως και το Μεγάλο Σάββατο είναι σαράντα οκτώ [48])! Τις τρεις πρώτες της Μεγάλης Εβδομάδας, μάλιστα, μερικές γυναίκες δεν έβαζαν στο στόμα τους τίποτα, ούτε καν ψωμί ή νερό και την τέταρτη έτρωγαν μόνο ειδικά φαγητά – καρυδόπιτα, σούπα με φασόλια, πετιμέζι. Πόσο αργά περνούσε η σαρακοστή για όσους νήστευαν -και νήστευαν οι περισσότεροι…

Η “κυρά Σαρακοστή” ήταν το ημερολόγιό τους. Την παρίσταναν ως καλογριά. Έπαιρναν μια κόλλα χαρτί και σχεδίαζαν μια γυναίκα. Δεν της έκαναν στόμα γιατί συνέχεια νήστευε και τα χέρια της ήταν σταυρωμένα γιατί όλο προσευχόταν. Είχε 7 πόδια, τις 7 βδομάδες της Σαρακοστής. Κάθε Σάββατο έκοβαν και ένα πόδι. Το τελευταίο το έκοβαν το Μεγάλο Σαββάτο.

Το Σάββατο του Λαζάρου

Το Σάββατο του Λαζάρου ο λαός μας γιορτάζει την πρώτη Λαμπρή. Την έγερση του φίλου του Χριστού του «αγέλαστου» Λάζαρου. Είναι η μέρα που ο Χριστός νίκησε το θάνατο.

Το Σάββατο του Λαζάρου θεωρείται μέρα του θανάτου και της ζωής. Σε κάποια χωριά μάλιστα οι αγρότες δεν μαζεύουν τη σοδιά τους γιατί φοβούνται ότι οι καρποί της γης φέρουν τον θάνατο μέσα τους.

ΟΙ ΛΑΖΑΡΙΝΕΣ

Σε πολλά μέρη της Ελλάδας γιορτάζουν τους Λαζάρους. Στην περιοχή του Τσιαρτσιαμπά (νότια της Κοζάνης) συναντούμε τις «ΛΑΖΑΡΙΝΕΣ».

Την παραμονή της γιορτής, οι Λαζαρίνες ξεχύνονταν στα χωράφια έξω από τα χωριά για να μαζέψουν λουλούδια που με αυτά θα στόλιζαν το καλαθάκι τους την άλλη μέρα ντυμένες με τοπικές ενδυμασίες φορώντας ειδική στολή. Γύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας το Λάζαρο και εισέπρατταν μικρό φιλοδώρημα, χρήματα, αυγά, φρούτα ή άλλα φαγώσιμα.

Τα έθιμα του Λαζάρου στα χρόνια της σκλαβιάς είχαν κοινωνική σκοπιμότητα Στις γυναίκες και ιδίως στα νέα κορίτσια που δεν έβγαιναν συχνά έξω από το σπίτι επειδή τα ήθη της εποχής και ο φόβος της αρπαγής τους από τους Τούρκους τις περιόριζαν, δίνονταν κάποιες ελευθερίες: γίνονταν αλληλογνωριμίες και νυφοδιαλέγματα και σε λίγο καιρό ακολουθούσαν τα προξενιά, τα αρραβωνιάσματα και οι γάμοι.

Κυριακή των Βαΐων

Η Κυριακή της Μεγάλης Εβδομάδας ονομάζεται έτσι, γιατί “μετά Βαΐων και κλάδων” έγινε η υποδοχή του Χριστού στα Ιεροσόλυμα. Ο Χριστός μπαίνει στην πόλη χωρίς την βασιλική πολυτέλεια, καθισμένος επί πώλου όνου, αντί για ροδοπέταλα και τελετές, τα μικρά παιδιά κουνούν τα βάγια των φοινίκων, αντί να τον υποδεχτούν οι πολιτικοί και θρησκευτικοί ηγέτες του τόπου.

Χαρακτηριστικό έθιμο της ημέρας είναι ο στολισμός των εκκλησιών με βάγια, ενώ μετά τη λειτουργία ο παπάς ευλογεί και δίνει στους πιστούς σταυρούς από βάγια, τους οποίους βάζουμε στα εικονίσματα ή όπου αλλού χρειαζόμαστε προστασία.

Όλοι οι Κοζανιώτες εκκλησιάζονται και παίρνουν Βάια (βάγια) από τον Παπά της ενορίας τους. Με αυτά στολίζουν όλα τα υπάρχοντά τους. Τα σπίτια, τα μαγαζιά, τα χωράφια ακόμη και τα κάρα τους (αυτοκίνητα σήμερα)!

Την Κυριακή των Βαΐων τρώγεται ψάρι, συνήθως γριβάδι ή αν δεν βρεθεί μπακαλιάρος.

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

Από το βράδυ της Κυριακής των Βαΐων οι Κοζανιώτες παρακολουθούν στην εκκλησία τις ακολουθίες του Θείου Δράματος. Οι γιαγιάδες, κυρίως, έπαιρναν τα παιδιά του σπιτιού στην εκκλησία. Όλα τους κουβαλούσαν μικρά καρεκλάκια ή σκαμνάκια και όλα τους είχαν καλάθια. Τα καλάθια δεν ήταν τίποτε άλλο από κεριά περίτεχνα φκιαγμένα σε διάφορα σχήματα: καλαθιού, σταυρού, αυγού κλπ. που τα άναβαν και τα ξετύλιγαν σιγά – σιγά μέχρι το τέλος της ακολουθίας. Ήταν ένα «σόφισμα» των μεγάλων για να μην κάνουν αταξίες τα μικρά γιατί ήταν συνεχώς προσηλωμένα στο ξετύλιγμα του κεριού

Μεγάλη Δευτέρα

Την Μεγάλη Δευτέρα αρχίζουν οι εργασίες της καθαριότητας του σπιτιού και του περιβόλου του. Οι γυναίκες του σπιτιού ανασκουμπώνονται για να κάνουν τις «χρονιάτικες», τις πασχαλινές εργασίες. Καθαρίζουν όλο το σπίτι, γυαλίζουν τα πατώματα και τα τζάμια και λαμποκοπούν τα κουζινικά σκεύη τους.

Παλαιότερα ασβέστωναν και τους εξωτερικούς τοίχους του σπιτιού βάφοντας με λουλακί χρώμα τα «ζνάρια», το κάτω μέρος (70 – 80 εκατ.) του τοίχου δηλαδή.

Μεγάλη Τρίτη

Η λάτρα του σπιτιού κρατούσε μέχρι αργά το μεσημέρι της Μεγάλης Τρίτης και τελείωναν λίγο πριν ετοιμαστούν για να πάνε στην εκκλησία να παρακολουθήσουν τις ακολουθίες του Θείου Πάθους.

Το Τροπάριο της Κασσιανής

Το τροπάριο της Κασσιανής δεσπόζει στην ακολουθία της Μ. Τρίτης.

“Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή,… μυροφόρου αναλαβούσα τάξιν, οδυρομένη μύρα σοι προ του ενταφιασμού κομίζει”. Μια γυναίκα αμαρτωλή, καταλαβαίνοντας την κατάσταση στην οποία βρίσκεται, αναλαμβάνει το ρόλο της Μυροφόρου, και φέρνει στο Χριστό μύρα, πριν από τον ενταφιασμό Του. Με μια συγκλονιστική χειρονομία αγάπης, σιωπηλή, αλείφει με μύρο τα πόδια του Κυρίου, και τα σκουπίζει με τα δάκρυα και τα μαλλιά της, δείχνοντας μ’ αυτό τον τρόπο την έμπρακτη μετάνοιά της, την οποία ο Κύριος κάνει αποδεκτή! Μυροφόρος η πόρνη γυναίκα, στην ψυχή της οποίας παρέμεινε η ευαισθησία και η συναίσθηση της αμαρτωλότητας.

Επίσης, η Μ. Τρίτη είναι για την Εκκλησία αφορμή να θυμηθούμε την παραβολή των ταλάντων. Κάποιος άρχοντας πραγματοποιεί ένα μακρινό ταξίδι, και πριν φύγει μοιράζει στους δούλους του τμήματα από την περιουσία του. Στον ένα δίνει πέντε τάλαντα, στον άλλο δύο, στον τρίτο ένα. Μετά την επιστροφή του οι δούλοι του δίνουν λογαριασμό. Αυτός που πήρε πέντε τάλαντα, εργάστηκε και παραδίδει συνολικά δέκα, αυτό που πήρε δύο παραδίδει τέσσερα, ενώ αυτός που πήρε ένα, το επιστρέφει, διότι θεωρεί ότι ο κύριος του είναι σκληρός και θέλει να θερίσει εκεί που δεν έσπειρε. Τότε ο άρχοντας διατάσσει να του πάρουν το τάλαντο και να το δώσουν σ’ αυτόν που έχει τα δέκα και να τον τιμωρήσουν, αποκόπτοντάς τον ουσιαστικά από την κοινωνία με τους άλλους!

Η Εκκλησία προτείνει στον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει πως ότι ξεχωριστό έχει, του δόθηκε από τον Θεό για να το καλλιεργήσει προς όφελος δικό του, αλλά κυρίως, προς όφελος των άλλων.

Μεγάλη Τετάρτη

Την Μεγάλη Τετάρτη το πρωί γίνεται η Προηγιασμένη Θεία Λειτουργία και το απόγευμα ή το βράδυ γίνεται το Μυστήριο του Αγίου Ευχελαίου, όπου ο παπάς διαβάζει επτά Ευαγγέλια κι επτά ευχές για να ευλογήσει λάδι που το χρησιμοποιούμε για τη θεραπεία ψυχικών και σωματικών ασθενειών. Μετά την ακολουθία του Ευχελαίου ο ιερέας σταυρώνει τους πιστούς με λάδι στο μέτωπο, τα μάγουλα, το πρόσωπο και τα χέρια.

Το απόγευμα της Μεγάλης Τετάρτης ο Μητροπολίτης μεταβαίνει στον Ι.Ν. του Αγίου Δημητρίου για την ακολουθία του Νιπτήρα.

Μεγάλη Πέμπτη

Ο μυστικός δείπνος

Η Μ. Πέμπτη είναι η ημέρα του Μυστικού Δείπνου. Tο πρωί γίνεται η Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και λέγεται για τους πιστούς ότι είναι καλό να λάβουν τη μέρα αυτή τη θεία κοινωνία.

Από τη Μεγάλη Πέμπτη, αρχίζουν κυρίως τα πασχαλινά έθιμα.Οι Κοζανιώτες την αποκαλούν Κόκκιαν’ Πέφτ’ και όχι Μεγάλη Πέμπτη γιατί τότε βάφονται τα κόκκινα αυγά.

Το κόκκινο αυγό

Βασική ασχολία της ημέρας είναι και το βάψιμο των Αυγών. Πάσχα δίχως κόκκινα αυγά δε γίνεται. Για αυτό και η Μεγάλη Πέμπτη λέγεται επίσης και Κόκκινη Πέμπτη ή ” ΚοκκινοΠέμπτη”.

Το βάψιμο των αυγών γίνεται με ορισμένη εθιμοτυπία. Σε πολλά μέρη, είναι συγκεκριμένος ο αριθμός αυγών που θα βάψουν και οι τρόποι και τα μέσα βαφής που θα χρησιμοποιήσουν.

Σε ορισμένες περιοχές διατηρούν και κάποιες δεισιδαιμονίες: ” πχ το δοχείο όπου βάφουν τα αυγά, πρέπει να είναι καινούριο, τη βαφή δεν την βγάζουν από το σπίτι, ούτε επιτρέπεται να τη χύσουν

‘Άλλοτε γυναίκες και άντρες ασχολούνταν με το γράψιμο ή το κέντημα των αυγών. Δηλαδή ζωγράφιζαν πάνω στα αυγά με λιωμένο κερί, πουλιά ή διάφορα άλλα σχήματα. Τα χρωματιστά αυγά τα λέμε «περδίκες». Τα κορίτσια βάζουν στα αυγά και φτερά από χαρτί χρωματιστό, τους βάζουν ουρά, μύτη από ζυμάρι σαν πουλί και το κρεμούν από την οροφή.

Το αυγό, που περικλείνει μέσα του μια ζωή, έχει μια δύναμη, που σύμφωνα με μια παλιά αντίληψη, μεταδίδεται σε ανθρώπους, ζώα και φυτά. Την έννοια αυτή έχουν και τα πασχαλινά αυγά, των οποίων η δύναμη ενισχύεται και από κάποια άλλα στοιχεία.

Για παράδειγμα, όλα τα κόκκινα αυγά, δεν έχουν την ίδια χάρη. ” Θαυμαστές ιδιότητες, έχει κυρίως το αυγό της Παναγίας, το πρώτο αυγό που θα βάψουν και θα το βάλουν στο εικονοστάσι του σπιτιού ” Με το αυγό της Παναγίας, οι γυναίκες σταυρώνουν τα παιδιά ενώ μερικές φορές το αυγό έχει και κάποιες ανατρεπτικές ιδιότητες. Όπως για παράδειγμα, αν το αυγό είναι τριών χρόνων και τοποθετηθεί στην κοιλιά εγκύου γυναίκας ή ζώου, αποτρέπεται το ενδεχόμενο αποβολής ”

Τα λαήνια

Παλαιότερα οι γονείς αγόραζαν στα παιδιά τους μικρά λαήνια. Με τα λαήνια αυτά τα παιδιά κουβαλούσαν νερό από επτά βρύσες της Κοζάνης για να βαφτούν τα αυγά. Τα λαήνια δεν χωρούσαν περισσότερο από μισό λίτρο νερό και ήταν στολισμένα με χαριτωμένα πολύχρωμα σχέδια.

Ο στολισμός του Επιτάφιου

Τη Μεγάλη Πέμπτη, όταν τη Νύχτα διαβάζονται τα δώδεκα Ευαγγέλια και γίνεται η τελετή της Σταύρωσης του Χριστού, η συγκίνηση της λαϊκής ψυχής για το θείο δράμα κορυφώνεται. Σε πολλά μέρη γυναίκες και κορίτσια, διανυκτερεύουν στην εκκλησία, “φυλάγουν και μοιρολογούν το Χριστό” όπως συνηθίζουν να κάνουν για κάθε αγαπημένο τους νεκρό.

Η εξαιρετική ιερότητα των όσων τελούνται στις λειτουργίες της Μ. Πέμπτης και της Μ. Παρασκευής, προσδίδει κατά τη λαϊκή πίστη, σε όλα τα αντικείμενα της λατρείας, (ύψωμα, λάδι, λουλούδια, κεριά) ξεχωριστή θεία δύναμη

Η επίσκεψη στα εξωκλήσια

Ένα άλλο έθιμο, που δεν ξέρω αν γίνεται πουθενά αλλού στον Ελλαδικό χώρο, είναι η επίσκεψη στα εξωκλήσια.

Μετά το τέλος της Σταύρωσης, την Μεγάλη Πέμπτη, οι Κοζανιώτες επισκέπτονται 3, 5 ή 7 εξωκλήσια. Ανάβουν το κεράκι τους και φέρνουν λουλούδια ή στεφάνια στον Εσταυρωμένο. Αρκετοί είναι αυτοί που Τον ξενυχτούν…

Μεγάλη Παρασκευή

Η Μεγάλη Παρασκευή, είναι ημέρα απόλυτης αργίας και νηστείας. Τρώνε εφτάζυμο ψωμί, ελιές, κρεμμύδι ή πράσο, τουρσιά, χαλβά κτλ. και δεν «στρώνουν» τραπέζι.

Σχεδόν ολόκληρη η μέρα, αφιερώνεται στην Αποκαθήλωση του Εσταυρωμένου και στην Ακολουθία του Επιταφίου. Ο λαός ζει με κατάνυξη το θείο δράμα. Η έντονη του επιθυμία να συμμετάσχει στο πάθος του Κυρίου, διαφαίνεται και από κάποιες απλές, ωστόσο χαρακτηριστικές του πράξεις, τη Μεγάλη Εβδομάδα.

Όταν κατά το μεσημέρι, γίνει η Αποκαθήλωση και εκτεθεί σε προσκύνημα η χρυσοΰφαντη παράσταση του νεκρού Ιησού, πάνω σε φορητό κουβούκλιο, τότε αρχίζει ο στολισμός του Επιταφίου. Το στολισμό κάνουν τα κορίτσια της ενορίας, με άνθη της άνοιξης: βιολέτες, μενεξέδες, τριαντάφυλλα, λεμονανθοί. Όλα τα λουλούδια πλέκονται σε στεφάνια και γιρλάντες και ο Επιτάφιος γίνεται όλος μια κορόνα από άνθη.

Σε πολλούς τόπους, τα κορίτσια ενώ στολίζουν τον Επιτάφιο, ψάλλουν το μοιρολόγι της Παναγίας, μεγάλο θρησκευτικό τραγούδι που ιστορεί τη σταύρωση του Ιησού και εκφράζει τον πόνο της Αγίας του Μητέρας.

Και αμέσως αρχίζει η συρροή του κόσμου και το προσκύνημα του Επιταφίου. Κοπέλες με καλάθια γεμάτα λουλούδια στέκονται κοντά του και ραίνουν με μύρα το νεκρό Ιησού. Οι προσκυνητές, προπάντων γυναίκες και παιδιά αφού φιληθούν, περνούν κάτω από τον Επιτάφιο, “για να τους πιάσει η χάρη “όπως λένε.

Από το μεσημέρι και μετά οι νονοί στέλνουν τα δώρα στα βαπτιστήρια τους: ρούχα, παπούτσια, λαμπάδες, τσουρέκι, αυγό. Δεν μπορείτε να φανταστείτε με τι ανυπομονησία περιμένουν τα μικρά! Θα τα φορέσουν για να χαιρετήσουν τον Επιτάφιο!

Τις ίδιες ώρες γίνεται και ένα άλλο: Δείχνονται τα αρραβωνιάσματα! Η νύφη μαζί με τη μητέρα της επισκέπτονται τα πεθερικά (με τους οποίους «έδωκαν λόγο»). Οι δυό τους βάζουν τη νύφη στη μέση και πάνε να προσκυνήσουν τον Επιτάφιο όλων των εκκλησιών της Κοζάνης περνώντας από τους κεντρικότερους δρόμους. Με τον τρόπο αυτό αποκαλύπτονται τα αρραβωνιάσματα!

Όταν νυχτώσει αρχίζει η ακολουθία και η περιφορά του Επιταφίου. Η πομπή σχηματίζεται από τα Εξαπτέρυγα και το Σταυρό μπροστά , τον Επιτάφιο και τους ιερείς πιο πίσω. Στις πόλεις προηγούνται οι μουσικοί, παίζοντας πένθιμα εμβατήρια. Ο κόσμος που ακολουθεί κρατάει στα χέρια αναμμένες λαμπάδες. Κατά διαστήματα η πομπή σταματά σε πλατείες και σταυροδρόμια και εκεί οι ιερείς ψάλλουν δεήσεις.

Ο νουνός στέλνει τα δώρα στο βαπτιστήρι

Οι αρραβωνιασμένες χαιρετούν όλους τους Επιτάφιους για να «δείξουν τον αρραβώνα. Τότε πρωτοφοριούνται τα Πασχαλιάτικα ρούχα και Παπούτσια των μικρών. Φαγητό στα όρθια: κρεμμύδι, τσουράκ’, ελιές κτλ.

Μέγα Σάββατο

Το πρωί γίνεται η Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, είναι η προαναγγελία του μεγάλου γεγονότος και το βράδυ γίνεται η Ακολουθία της Αναστάσεως. Λίγο πριν τα μεσάνυχτα, όλα τα φώτα της εκκλησίας σβήνουν και πέφτει παντού σκοτάδι. Στις 12 το βράδυ, ο ιερέας ψάλλει το “Δεύτε λάβετε φως” και βγαίνει με τη λαμπάδα του αναμμένη μέσα από την Ωραία Πύλη και δίνει φως στους εκκλησιαζόμενους.

Στη συνέχεια οι πιστοί βγαίνουν έξω από την εκκλησία, όπου ο παπάς διαβάζει το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως και μόλις τελειώσει ψάλλει το “Χριστός Ανέστη…” Αμέσως μετά αρχίζουν να πέφτουν πυροτεχνήματα και βεγγαλικά. Μετά την Ανάσταση, οι πιστοί μεταφέρουν στο σπίτι τους το Άγιο Φως. Στην είσοδο του σπιτιού τους, κάνουν, με τον καπνό της λαμπάδας, το σχήμα του σταυρού.

Μετά ανάβουν το καντήλι και προσπαθούν να το κρατήσουν τουλάχιστον τρεις με σαράντα ημέρες. Στη συνέχεια κάθονται στο Πασχαλινό τραπέζι. Στην Κοζάνη τρώνε μια ελαφριά σούπα για πρώτο πιάτο αφού τσουγκρίζουν κόκκινα αυγά. Το κυρίως πιάτο είναι το «Τσιτσιλάτο» (δες τη συνταγή παρακάτω).

Ανάσταση στα νεκροταφεία

Οι μισοί σχεδόν Κοζανιώτες κάνουν Ανάσταση τα μεσάνυχτα μαζί με τους νεκρούς τους στο νεκροταφείο του Αγίου Γεωργίου!

Άνδρες, Γυναίκες, παιδιά, ακόμη και στενοί συγγενείς συγκεντρώνονται γύρω από το μνήμα του νεκρού τους με αναμμένη τη λαμπάδα τους και περιμένουν το «Χριστός Ανέστη!». Μάλιστα δεν ξεχνούν να βάλουν και ένα κόκκινο αυγό πάνω στο μνήμα για να χορτάσει το χαμένο μέλος της οικογένειας.

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Μετά τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου και τις πρώτες πρωινές ώρες της Κυριακής του Πάσχα οι πιστοί κατά παλιά συνήθεια, μόλις επιστρέψουν από την Εκκλησία, παρακάθονται σε πρόγευμα και γεύονται κάποια πατροπαράδοτα φαγητά: μαγειρίτσα και σαλάτα με σαρδέλες ή ψητό της κατσαρόλας σε πολλά μέρη, τυρόπιτα και γαλατόπιτα στην Ήπειρο κ.α..

Σαν πρώτο όμως φαγητό τρώνε παντού κόκκινο αυγό, σύμφωνα με το τάμα που έκαναν το βράδυ της Αποκριάς: “με τ’ αυγό να τα’ ανοίξω!”.

Είναι κοινή συνήθεια να τσουγκρίζουν τα αυγά, δηλ. να κτυπά ο ένας τ’ αυγό του άλλου, μύτη με μύτη κ.λ.π. Τότε παίρνουν από το εικονοστάσι το κόκκινο αυγό του περασμένου χρόνου και τοποθετούν ένα καινούργιο.

Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ

Η Δεύτερη Ανάσταση και ο χορός των γερόντων είναι άλλο ένα από τα έθιμα της Κοζάνης που είναι μοναδικό στην Ελλάδα.

Σημαντικότερο στοιχείο του εθίμου είναι η ένδυση του Μητροπολίτη με την αρχιερατική του στολή, ενώ το σημαντικότερο είναι ο «χορός των γερόντων» γιατί γέροντες, κυρίως, συγκεντρώνονται στην αυλή του Μητροπολιτικού μεγάρου.

Σύμφωνα με το έθιμο το απόγευμα της Κυριακής του Πάσχα, αρχίζει η τελετή της «ένδυσης» του Μητροπολίτη που βοηθείται από τους διακόνους. Συγχρόνως ιεροψάλτες ψάλλουν. Μόλις ο Μητροπολίτης ντυθεί με το πρώτο ένδυμα οι γέροντες ξεκινούν ένα χορό τραγουδώντας

«Σήμιρα κι άιντι Γιάννο μου
Σήμιρα Χριστός Ανέστη!..………»

Στη συνέχεια Ο Μητροπολίτης φοράει το δεύτερο «ένδυμα», το τρίτο κτλ ενώ οι ψάλτες συνεχώς ψάλλουν. Σε κάθε «ένδυμα του Μητροπολίτη οι Κοζανιώτες ανταπαντούν.

Όταν τελειώσει η διαδικασία, ο Μητροπολίτης ξεκινάει να μεταβεί στον Άγιο Νικόλαο για τη Δεύτερη Ανάσταση. Σχηματίζεται μία πομπή στην οποία προηγείται η «ΠΑΝΔΩΡΑ», ακολουθούν οι «Αναστάσεις» όλων των εκκλησιών της Κοζάνης, ο κλήρος και οι πιστοί.

Μετά τη λειτουργία της Δεύτερης Ανάστασης (το ευαγγέλιο λέγεται σε 12 γλώσσες!) όλοι επιστρέφουν στο «Δεσποτικό», φιλούν το χέρι του Δεσπότη κι αυτός τους δίνει ένα κόκκινο αυγό τυλιγμένο σε τούλι.

Η “ΑΔΕΛΦΟΠΟΙΪΑ”

Την Κυριακή του Πάσχα, μία μέρα που τόσο φανερά εκδηλώνεται η χριστιανική αγάπη, συνήθιζαν άλλοτε να συνάπτουν και την σχέση της αδελφοποιΐας, η οποία ανυψώνει τη φιλία σε δεσμό αδελφικής αγάπης. Είναι δε αξιοσημείωτο, ότι η πράξη αυτή ελάμβανε την μορφή πραγματικής ιεροτελεστίας. Όπως αναφέρουν παλαιοί Αθηναιοδίφες, στην Αθήνα (άλλοτε) στον Εσπερινό της Λαμπρής γινόντουσαν οι αδερφοποιτοί. Έπρεπε να έχουν κι ένα κορίτσι μαζί τους. Ο παπάς, αφού τους διάβαζε, τους όρκιζε στο Ευαγγέλιο, τους περίζωναν μ’ ένα μακρύ κόκκινο ζωνάρι και τους τράβαγαν προς το ιερό. Ύστερα, φιλούσαν ο ένας τον άλλον, φιλούσαν και τον παπά στο χέρι και γίνονταν αδερφοποιτοί”. Το κορίτσι απ’ τη στιγμήν αυτή το είχαν σαν αδελφή (σταυραδερφή).

Αλλού οι αδερφοποιτοί σταύρωναν τα αίματά τους, δηλ. άνοιγαν τις φλέβες τους και αναμείγνυαν το αίμα τους.

Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΘΩΜΑ

Το απόγευμα της Κυριακής του Θωμά γίνεται η Λιτάνευση της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Ζντανιώτισας (Ελεούσα η Παντάνασσας). Την εικόνα της Παναγίας την φέρνουν καβαλάρηδες που για το λόγο αυτό μεταβαίνουν στο μοναστήρι από την προηγούμενη εκκλησιάζονται και διανυκτερεύουν εκεί. Το επόμενο πρωί, αφού εκκλησιαστούν, παραλαμβάνουν το εικόνισμα και το μεταφέρουν στον Άγιο Κωνσταντίνο της Κοζάνης το απόγευμα της Παρασκευής, εορτής της Ζωοδόχου Πηγής.

Το δρομολόγιο της λιτανείας είναι πάντοτε το ίδιο. Στον Άγιο Κωνσταντίνο ψάλλετε το πρώτο μέρος του Εσπερινού και σχηματίζεται η Ιερή πομπή που διέρχεται τους δρόμους της Κοζάνης για να καταλήξει στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου, όπου ψάλετε το δεύτερο μέρος του Εσπερινού. Σε όλη τη διαδρομή οι πιστοί κρατούν αναμμένες λαμπάδες, αυτές που περίσσεψαν από την Ανάσταση.

Ο λόγος της λιτανείας και η διαδρομή της έχουν την εξήγησή τους. Λέγεται ότι το 1918 είχε πέσει επιδημία γρίπης στην Κοζάνη και πάρα πολλοί Κοζανιώτες πέθαναν τότε. Ζήτησαν να ρθεί το Εικόνισμα της Παναγίας Ελεούσας της Παντάνασσας για τους προστατέψει με τη Χάρη Της.

Ο μοναχός που τη μετέφερε σταμάτησε στα τρία δέντρα που βρίσκονταν στον περίβολο του Αγίου Κωνσταντίνου για να ξεκουραστεί και να ξεδιψάσει και ακούμπησε το εικόνισμα στη ρίζα των δέντρων. Όταν επιχείρησε να την πάρει για να την μεταφέρει στον Άγιο Νικόλαο δεν τα κατάφερε. Η εικόνα είχε «κολλήσει» και όσα κι αν προσπάθησε δεν μπόρεσε να την ξεκολλήσει. Αναγκάστηκε να πάει στον τότε Μητροπολίτη και να του εξηγήσει το συμβάν.

Ο Μητροπολίτης πήγε στον Άγιο Κωνσταντίνο, έκανε δέηση και, Ώ του θαύματος, η εικόνα ξεκόλλησε. Την μετέφεραν τότε όλοι οι Χριστιανοί στον άγιο Νικόλαο όπου έκαναν αγρυπνία. Από τότε η τελετή και το δρομολόγιο παραμένουν αναλλοίωτα. Το εικόνισμα της Παναγίας επιστρέφει στο μοναστήρι, πάλι με καβαλάρηδες την 7η Σεπτεμβρίου, παραμονές της Εορτής Της.

ΟΙ ΣΥΝΤΑΓΕΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

Τσιτσιλάτου

ΥΛΙΚΑ

· ½ ή Ό αρνάκι γάλακτος.
· 1 ολόκληρη συκωταριά (μαζί με τα έντερα).
· ½ κιλό σπανάκι.
· 1 ½ κιλό φρέσκα κρεμμυδάκια.
· 1 φλιτζάνι του τσαγιού ελαιόλαδο.
· 1 κουτάλι τοματοπελτές αραιωμένος σε ζεστό νερό.
· Μία κουταλιά ξηρό δυόσμο.
· Αλατοπίπερο.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Σε ένα βαθύ ταψί βάζουμε το αρνάκι να ψήνεται ανάποδα (δηλαδή με το εσωτερικό προς τα επάνω. Παράλληλα ζεματίζουμε το σπανάκι και το στραγγίζουμε στο τρυπητό. Σε μία άλλη κατσαρόλα ζεσταίνουμε το λάδι και ρίχνουμε τα κρεμμυδάκια μαζί με το πράσινο μέρος τους που είναι κομμένα σε χοντρές ροδέλες.

Έχουμε πλύνει τη συκωταριά και έχουμε καθαρίσει καλά τα έντερα. Την συκωταριά τη ζεματίζουμε σε καυτό νερό και κατόπιν την ψιλοκόβουμε. Τα έντερα δεν τα ζεματίζουμε. Μόνο τα ψιλοκόβουμε.

Βγάζουμε το αρνάκι από το φούρνο και το βγάζουμε σε ένα άλλο ταψί. Στο ταψί που σιγοψήθηκε το αρνάκι ρίχνουμε όλα τα υπόλοιπα υλικά (δηλ. το σπανάκι, τα μαλακωμένα κρεμμυδάκια, την ψιλοκομμένη συκωταριά με τα ψιλοκομμένα έντερα, τον δυόσμο και τον αραιωμένο τοματοπελτέ), τα ανακατεύουμε καλά και τα περιχύνουμε με το λάδι. Από πάνω τοποθετούμε από την εξωτερική τώρα πλευρά το μισοψημένο αρνάκι.Τα ψήνουμε στους 220 βαθμούς έως ότου ροδοκοκκινίσει το αρνάκι και μείνουν τα υπόλοιπα υλικά μόνο με το λάδι.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Είναι το επίσημο φαγητό των Κοζανιωτών το βράδυ της Αναστάσεως μετά την απαραίτητη σούπα.

Κοκορέτσι
ΥΛΙΚΑ

2 αρνίσιες (με γλυκάδια) συκωταριές
επιπλέον γλυκάδια
2 αρνίσιες σκέπες
2 κιλά εντεράκια αρνίσια
2 λεμόνια Χυμός λεμονιού
Ρίγανη
Αλάτι
Πιπέρι

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Πλένετε τα έντερα καλά και με βελόνα πλεξίματος ή μολύβι τα γυρίζετε μέσα-έξω και τα ξαναπλένετε. (Το πλύσιμο γίνεται καλύτερα αν εφαρμόσετε τη μία άκρη από τα έντερα στη βρύση σας ή σε ένα χωνί.)
Τα βάζετε σε λεκανίτσα με το χυμό λεμονιού, να ασπρίσουν και να σφίξουν.
Κόβετε τα εντόσθια σε μέτριο μέγεθος και τα αφήνετε να στραγγίσουν.
Τα αλατοπιπερώνετε, πασπαλίζετε με τη ρίγανη και αρχίζετε να τα περνάτε στη σούβλα εναλλάξ. Στις άκρες τοποθετούμε τα κομμάτια της καρδιάς.
Όταν τελειώσετε, τα πιέζετε να μην μείνουν κενά.
Τα τυλίγετε γύρω-γύρω με τις σκέπες και πάνω από τις σκέπες τυλίγετε σφιχτά τα έντερα (Πρώτα τυλίγουμε 5 – 6 φορές το έντερο κατά μήκος της σούβλας και μετά συνεχίζουμε κάθετα στη σούβλα)

Αν δεν ψήσετε στα κάρβουνα, μπορείτε προσεκτικά να τραβήξετε τη σούβλα και να βάλετε το κοκορέτσι σε ταψί να ψηθεί στον φούρνο.
Μην προσθέσετε νερό, γιατί “βγάζει” πολλά υγρά.
Αλείφετε συχνά με τους χυμούς που υπάρχουν στο ταψί για να μη στεγνώσουν τα έντερα.

Σπληνάντιρου

Υλικά

Το παχύ έντερο μεγάλης κατσίκας
Μία συκωταριά
Ρίγανη
Αλάτι
Πιπέρι

Παρασκευή

Πλένουμε πολύ καλά το παχύ έντερο και το δένουμε σφιχτά από την μία άκρη.
Κόβουμε τη συκωταριά σε λωρίδες, τις αλατοπιπερώνουμε μαζί με τη ρίγανη και αρχίζουμε να τις τοποθετούμε στο έντερο εναλλάξ: συκώτι, πλεμόνι, γλυκάδι… πιέζοντας ώστε να γίνει ένα είδος χονδρού λουκάνικου.

Όταν τελειώσουμε, δένουμε και την άλλη άκρη σφιχτά και τοποθετούμε το γεμισμένο έντερο σε ένα ταψί με λίγο νερό και λίγο λάδι στους 200ο C για 30 – 40 λεπτά περίπου. Κάπου – κάπου το αναποδογυρίζουμε για να μη στεγνώσει. Σερβίρεται σε ροδέλες όπως και το κοκορέτσι.

Τσουρέκια

Υλικά

2 ½ κιλά σκληρό αλεύρι
1 κοφτό κουταλάκι αλάτι
180 γρ. μαγιά φούρνου (τρία καλουπάκια ΖΑΝΑΕ)
1 λίτρο χλιαρό γάλα
12 αυγά
750 γρ. ζάχαρη
500 γρ. βούτυρο λιωμένο
1 φακελάκι κακουλέ
1 φακελάκι μαχλέπι
1 φακελάκι βανίλια
2 κρόκους αυγών διαλυμένους σε λίγο νερό
αμυγδαλόψιχα σε φολίδες ή (αν θέλετε) σησάμι

Εκτέλεση

Διαλύετε τη μαγιά μέσα στο χλιαρό γάλα μαζί με το αλάτι και 1 κουταλάκι ζάχαρη. Προσθέτετε 3-4 φλιτζάνια αλεύρι και αναμιγνύετε καλά. Βάζετε το προζύμι σε ζεστό μέρος και το σκεπάζετε για να “πιάσει”. (Μόλις το προζύμι κάνει στην επιφάνεια του τρύπες είναι έτοιμο). Βάζετε το υπόλοιπο αλεύρι σε μια μεγάλη λεκάνη, κάνετε μια λακκούβα στη μέση και βάζετε εκεί το προζύμι. Χτυπάτε σ’ ένα μπολ τα αυγά με τη ζάχαρη και το βούτυρο. Προσθέτετε επίσης τη βανίλια, το μαχλέπι και το κακουλέ (καλά στουμπισμένα) και τα ρίχνετε το μίγμα στη λεκάνη. Ζυμώνετε τη ζύμη καλά, ώσπου να γίνει ομοιογενής και να ξεκολλάει από τα τοιχώματα της λεκάνης. Στη συνέχεια τη σκεπάζετε με ζελατίνη και την αφήνετε μερικές ώρες σε ζεστό μέρος 35ο – 40ο C μέχρι να διπλασιασθεί σε όγκο. Όταν η ζύμη φουσκώσει, την πλάθετε σε πλεξούδες και τα βάζετε σε μεγάλο βουτυρωμένο ταψί. Σκεπάζετε το ταψί με λαδόχαρτο και αφήνετε τα τσουρέκια σε ζεστό μέρος να φουσκώσουν (1-2 ώρες). Τα αλείφετε με τους κρόκους, τα πασπαλίζετε με την αμυγδαλόψιχα ή το σησάμι και τα ψήνετε για 35-45 λεπτά σε φούρνο προθερμασμένο στους 200C.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑ
ΚΑΙ ΕΝΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΠΑΠΑΣΙΩΠΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΣΧΑΛΙΑ

Πού η παλιά η Πασκαλιά!!!

-Έ ρα Νιάκου; Πώς σι φάνκιν;
Σ’ άρισιν η Πασχαλιά
ύστιρα ‘που τόσα χρόνια
ή θυμάσι τα παλιά;
-Να σι πώ τ’ν αλήθεια, Μήκα,
όπους τ’ άφκα δεν τα βρήκα…

Δεν σι λέου! Καλά κι τώρα.
Αμά τότι ήταν αλλιώς!
Άλλαξιν ου κόσμους Μήκα,
δεν είν’ όπους ου παλιός.
-Σε τι άλλαξιν, ρα Νιάκου;
-Πρώτα – πρώτα , Μήκα άκου!

Ιμείς τότι νήστιβάμι
απού τ’ μ΄κρή τ’ Σαρακουστή.
Έτρουγάμι ιλιά κι σκόρδου,
πού του κρέας ν’ ακουστεί;
Τώρα ντιρλικών’ αράδα.
Ακόμα κι τ’ Μιγάλ’ Βδουμάδα!

Κάτ’ φαΙά σι φκιάν λιακούτια…
Καγκαμνιά δεν έχν’ νουστμάδα.
Ά! Ρα! Παίνιψι μι ιμένα
κουκουρέτσ’ κι σουλιμάδα!
Πούν’ τα τσίτσιλα, ρα Μήκα,
πούχαν τότι τέτοια γλύκα;

Μ’ έπιρνιν, θυμούμι, ου πάππους μ’
απού μέρις στου παζάρ
κι μι διάλιγιν του πρώτου
κι του πιο παχύ μανάρ’.
Στα χουράφια όλου βουσκούσιν.
Όπ’ πάινα μ’ ακλουθούσιν!

Κι σαν έφτανιν η μέρα
να του σφάξν, κλιάματα ιγώ!!!
Μέσα στουν ουντά σφαλνιούμαν
κι δεν ήθιλα να βγώ.
Πώς τ’ αλπούμαν του καημένου,
όταν τούγλιπα σφαγμένου!!!

Μα σαν τρυουρνούσα τ’ σούγλα,
μ’ άρζιν τ’ χόβουλ’ να συμπώ
κι κρυφά, όταν κουκκίντζιν
λίγου πέτσα να τσιμπώ.
Ξαπλουμέν οι άλλ’ τραγδούσαν
κι ρακί αράδα ρφούσαν.

Κ’ ύστιρα. Αλλιώς ιτότι
τ’ χαίρουμάσταν ν Πασχαλιά!
Ύστιρα πού ένα χρόνου
έβγανάμι τα παλιά
τ’ αντιριά κι τα κουρδέλια
κι όλου χαρά κι γέλια.

Έβανάμι τα κινούρια
τα φουρέματα τ’ Λαμπρή
κ’ όλου κι καμάρουνάμι
σά να είμασταν γαμπροί!
Πού τέτοια χαρά, ρα, τώρα;
Μι κουρντίζν τα μπράμ’ όλ’ ν’ ώρα!

Ως κι σν Ικκλισιά δε μ’ άρσιν,
αρά Μήκα όπους ψέλν’
σά νάμαν Σκουλειοό μι φάνγκιν,
θάρσα ποίματα απαγγέλν!
Πού, ρα τότι οι ψαλτάδις
ψάλτσιμου κι οι παπάδις!!!

Αυτά μ’ έλιγιν τς προυάλλις
κι ου Νιανιάτσιους κι ου Προυκόπς.
-Πούν’ του «Σήμιρουν κριμάτι…»
πούλιγιν ου Παπασιώπς;
Του Σταυρό όλ’ κοίταζάμι
κι τα δάκρα σφούγγζάμι!

Και επειδή δεν τη θυμόμαστε σας γράφω και την Προσευχή που λέγεται από την Ανάσταση μέχρι την Ανάληψη.
Προσευχή μετά το Πάσχα μέχρι την Ανάληψη

Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας
και εν τοις μνήμασιν, ζωήν χαρισάμενος.
Ανάστασιν Χριστού θεασάμενοι.
προσκυνήσωμεν Άγιον, Κύριον, Ιησούν
τον μόνον αναμάρτητον.
Τον Σταυρόν Σου, Χριστέ, προσκυνήσωμεν
και την Αγίαν Σου Ανάστασιν
υμνούμεν και δοξάζομεν.
Συ γαρ ει ο Θεός ημών,
εκτός Σου άλλον ουκ οίδαμεν,
το όνομά σου ονομάζομεν.
Δεύτε, πάντες οι πιστοί, προσκυνήσωμεν
την του Χριστού Αγίαν Ανάστασιν.
Ιδού γαρ ήλθεν δια του Σταυρού
χαρά εν όλω τω κόσμω.
Δια παντός ευλογούντες τον Κύριον,
υμνούμεν την Ανάστασιν Αυτού.
Σταυρόν γαρ υπομείνας δι’ ημάς,
θανάτω, θάνατον ώλεσεν.
Αναστάς ο Ιησούς από του τάφου, καθώς προείπεν,
έδωκεν ημίν την αιώνιον ζωήν και το μέγα έλεος.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Δημόπουλου Ιωαν. : Τα παρά τον Αλιάκμονα Εκκλησιαστικά.
Ηλιαδέλη Στρ. : Η Δεύτερη Ανάσταση στην Κοζάνη, στα «ΕΛΙΜΕΙΑΚΑ».
Παπασιώπη Λεων. : Η παλιά η Κοζάνη.
Παρδάλη Ηλία : Ξεχασμένα Κοζανιώτικα έθιμα
Σιαμπανόπουλου Κων. : Οι Λαζαρίνες.

© lias για το giapraki.com 2006

The post Έθιμα του Πάσχα στην Κοζάνη appeared first on giapraki.com.

Η Σαρακοστή των Χριστουγέννων

$
0
0

Οι Κοζανίτες, τουλάχιστον μέχρι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, τηρούσαν αυστηρά τις νηστείες και για λόγους θρησκευτικής ευλάβειας αλλά και διότι δεν χρειαζόταν να προβάλλουν και… μεγάλη αντίσταση σε διατροφικούς πειρασμούς. Η φτώχεια και η ανέχεια ήταν συνηθισμένη κατάσταση στην πόλη κι έτσι η λιτή διατροφή που επιβάλλει η Σαρακοστή βοηθούσε την κοινωνία να αντιμετωπίζει με εγκαρτέρηση και αξιοπρέπεια την έλλειψη αφθονίας. Ανταμοιβή τους η ευωχία που ακολουθούσε, τόσο τα Χριστούγεννα όσο και το Πάσχα, καθώς η Ορθόδοξη Εκκλησία «επισημοποίησε» θαρρείς το πέρασμα από την καθημερινή πείνα στον εορταστικό κορεσμό. Η παραδοσιακή διατροφή βέβαια, με τη σοφία που τη διέκρινε, καθιέρωσε τη σούπα σαν μεταβατικό έδεσμα, για να στρώσει το στομάχι και να ετοιμαστεί να υποδεχθεί τα λίπη που είχε στερηθεί τόσον καιρό. (Κυριακίδου Νέστορος 1975: 146)

Η Σαρακοστή των Χριστουγέννων (Μικρή Σαρακοστή) άρχιζε στις 15 Νοεμβρίου, την επομένη του Αγίου Φιλίππου, γιορτή κατά την οποία αποκρεύονταν το κρέας και το γάλα όπως και τη Μεγάλη Αποκριά. Καθώς η νηστεία ήταν μάλλον ο κανόνας και παρά η εξαίρεση στην προπολεμική Κοζάνη, οι νοικοκυρές με θαυμαστή ευρηματικότητα είχαν επινοήσει μια ολόκληρη σειρά από «ανάρτα» εδέσματα, που ξεκινούσαν από περίπλοκα και μπελαλίδικα πιάτα όπως τα γιαπράκια με ρύζι κι έφταναν μέχρι τις ταπεινές «ραντστές», ένα είδος αυτοσχέδιου τραχανά με σκέτο αλεύρι. Εκεί ανάμεσα παρατάσσονταν ένα σωρό νηστίσιμα φαγητά με βάση τα όσπρια και τα χορταρικά.

Δεν έλειπαν και γλυκά με βάση κυρίως το πετιμέζι, όπως π.χ. μπομπότες με πετιμέζι, αλλά και το ζυμάρι, όπως π.χ. «του Χριστού τα σπάργανα», αλάδωτες τηγανότουρτες δηλαδή, που τις συνόδευαν πάλι με πετιμέζι και καρύδια. Παρόμοιο έθιμο συναντάμε και στην Ήπειρο, όπου, σύμφωνα με τον Σ. Κυριακίδη, οι κάτοικοι παρασκεύαζαν τα Χριστούγεννα ένα είδος χριστόψωμου, τους «λαγγίτες», τους οποίες βάπτιζαν επίσης «σπάργανα του Χριστού» , συμμορφούμενοι κι αυτοί στο πνεύμα και τους συμβολισμούς των ημερών. (Κυριακίδης, 1948: 534)

Εκτός από τα παραπάνω, στην Κοζάνη υπήρχε πάντα βέβαια και μια διαρκής παρακαταθήκη πρόχειρων γλυκών του κουταλιού, π.χ. κυδωνάτο, που ικανοποιούσαν την ανάγκη των ανθρώπων να γλυκαίνονται τις δύσκολες μέρες της νηστείας.

Όλος ο κόσμος νήστευε, μικροί και μεγάλοι, περισσότερο πιστά βέβαια οι γυναίκες και μάλιστα οι περισσότερο ηλικιωμένες. Η νηστεία των Χριστουγέννων δεν είχε την αυστηρότητα της αντίστοιχης του Πάσχα, «ήταν χαρούμιν΄ νηστεία», όπως χαρακτηριστικά την περιέγραψε μια παλιά Κοζανίτισσα, και η κατάλυσή της δεν ήταν τόσο απαράδεκτη κοινωνικά. Από λάδι και κρασί καταλύονταν κάθε Σάββατο και Κυριακή, ενώ τις μεγάλες γιορτές και κυρίως του Αγίου Νικολάου από ψάρι και γαλακτοκομικά. Της Αγίας Βαρβάρας όμως, προστάτιδας των παιδιών κατά της ευλογιάς, δεν έτρωγαν ούτε λάδι, όποια μέρα και να έπεφτε.

Αρμιά

Τ’ Αϊ-Φίλιππα την ημέρα έβαζαν την αρμιά. Αγόραζαν καμιά εικοσαριά λάχανα («σαράντα κι πινήντα», κατά τον Ζήνωνα Πιτένη (Πιτένης 1971 σ. 185), κατά προτίμηση Βαντσιώτκα, (από το χωριό Βάντσα) διαλεγμένα προσεκτικά να είναι άσπρα και σφιχτά, αφαιρούσαν μέρος του κοτσανιού (τζούφου) και γέμιζαν το κενό με χοντρό αλάτι, περίπου μια χούφτα για κάθε λάχανο. Στη συνέχεια τα τοποθετούσαν σε ειδικό καδί με βρυσούλα στο κάτω μέρος («κουφουτύλ΄») και πρόσθεταν αρκετό νερό ώστε να σκεπάζονται όλα. Για να έχει η αρμιά καλύτερο χρώμα, πολλοί έριχναν και μια χούφτα ρεβίθια μέσα. Τα λάχανα έπρεπε να καλύπτονται εντελώς από το υγρό αυτό («αρμόζμου»), γι’ αυτό και τα πατούσαν εσωτερικά με ένα πλέγμα από κληματόβεργες (κληματσίδις), που ονομαζόταν «λισιά», κι από πάνω έβαζαν μια λεία πέτρα («στούμπουν») για περισσότερο βάρος. Κάθε βδομάδα σχεδόν «έσερναν» την αρμιά, άνοιγαν δηλαδή τη βρυσούλα, τραβούσαν μια ποσότητα αρμόζμου από κάτω και την έριχναν ξανά από πάνω, ώστε να ανακατεύεται και να «γίνει», χωρίς να γλιτσιάσει. Σήμερα που δεν υπάρχουν τέτοια καδιά και η αρμιά μπαίνει σε πλαστικό δοχείο και οι περισσότεροι την ανακατεύουν φυσώντας τον αρμόζμου με καλαμάκι ή βγάζουν τα λάχανα, αδειάζουν το ζουμί από το δοχείο, μετά τοποθετούν πάλι τα λάχανα στη θέση τους και τα περιχύνουν με το ζουμί.

Έκτός από την αρμιά αυτή καθ’ αυτή, μεγάλη εκτίμηση έτρεφαν οι Κοζανίτες για τον «αρμόζμουν», το ξινό, αλμυρό ζουμί μέσα στο οποίο ωρίμαζαν τα λάχανα. Μέσα στα κρύα του χειμώνα, ένα ποτήρι «αρμόζμους χλιούτσκους» (χλιαρός) με κόκκινο πιπέρι ήταν ό,τι έπρεπε για να ζεστάνει τα σωθικά τους και να τους φτιάξει τη διάθεση. Η θερμαντική του ιδιότητα δεν ήταν όμως το μόνο του προσόν. Θεωρούνταν επίσης εξαιρετικά αποτελεσματικό αφέψημα κατά της βαρυστομαχιάς, καθώς διευκόλυνε την πέψη και ελάφρυνε το στομάχι. Σε περιόδους αυστηρής νηστείας εξάλλου η παπάρα με αρμόζμουν και κόκκινο πιπέρι από πάνω ήταν ένα πολύ εύκολο και χορταστικό γεύμα. Εκεί όμως που πρόσφερε …μεγάλες υπηρεσίες ο αρμόζμους ήταν σε περίπτωση μέθης ελαφριάς και βαριάς μορφής, όπου κατά γενική ομολογία βοηθούσε τον παθόντα να συνέλθει γρήγορα και να αποφύγει τον πονοκέφαλο και άλλες δυσάρεστες παρενέργειες.

Η μεγάλη ποσότητα λάχανων που έμπαινε στο καδί καθυστερούσε τη διαδικασία μετατροπής της σε τουρσί. Οι πιο ανυπόμονοι, καθώς δεν άντεχαν να περιμένουν τις σαράντα μέρες που απαιτούνταν για να «γίνει» η αρμιά, έβαζαν σε χωριστό μικρότερο καδί ένα-δυο λάχανα, που ετοιμάζονταν νωρίτερα και χρησιμοποιούνταν για «πρόφταση» τη Σαρακοστή σε κάποια φαγητά όπως π.χ. αρμιά με ρύζι.

Τις παραμονές δοκίμαζαν πλέον την επίσημη αρμιά. Δεν κατανάλωναν βεβαίως τα μεγάλα φύλλα με τα οποία σε λίγο θα τύλιγαν τα γιαπράκια, αλλά κυρίως το τζούφο, τα χοντράδια και τα εσωτερικά μικρά φύλλα, που τα μοσχότρωγαν ψιλοκομμένα και πασπαλισμένα με κόκκινο πιπέρι.

Ματίνα Τσικριτζή Μόμτσιου
Απόσπασμα από το βιβλίο «Γεύσεις από την Παλιά Κοζάνη»
των Ματίνα Τσικριτζή Μόμτσιου και Φανή Φτάκα Τσικριτζή

 

The post Η Σαρακοστή των Χριστουγέννων appeared first on giapraki.com.

Τα Κόλιαντα στην παλιά Κοζάνη (Του Λεωνίδα Ι. Παπασιώπη)

$
0
0
ΛΕΩΝΙΔΑ Ι. ΠΑΠΑΣΙΩΠΗ
ΤΑ ΚΟΛΙΑΝΤΑ

Τα κάλαντα (από το λατινικό calendae) είναι αρχαιότατο και πανελλήνιο έθιμο. Είναι κυρίως τα τραγούδια, που τραγουδούν οι μικροί την παραμονή των Χριστουγέννων και των άλλων εορτών: του Αγίου Βασιλείου, των Θεοφανίων και των Βαΐων.

Στην Κοζάνη τα λέμε «κόλιαντα» και με τη λέξη αυτή εννοούμε αποκλειστικά τα τραγούδια που ψάλλονται την παραμονή των Χριστουγέννων, καθώς και τα ειδικά κουλούρια με τα οποία φιλοδωρούν τους μικρούς την ημέρα αυτή. Τα τραγούδια που ψάλλονται την παραμονή του Αγίου Βασιλείου, καθώς και τα κουλούρια της ημέρας αυτής, τα λέμε «σούρβα».

Πάντως τα παλιά χρόνια οι μικροί περίμεναν τα «κόλιαντα» με μεγάλη λαχτάρα. Αψηφώντας τις παγωνιές και τα χιόνια, απ’ τα μεσάνυχτα ξεχύνονταν παρέες – παρέες, σωστό μελισσολόι, στους δρόμους και τα σοκάκια με τα σακούλια και τους τσιώκους κι απ’ τραγούδια, τις φωνές και τα θυροκτυπήματα, βούιζε ο τόπος.

Το έθιμο έχει ατονήσει τελείως και ξεχάστηκαν και τα τραγούδια που τραγουδιούνταν. Με την εγκατάσταση των προσφύγων και την επιμιξία αλλοιώθηκαν τα έθιμα και οι μικροί δεν περιμένουν πιά τα «κόλιαντα» με την ίδια λαχτάρα που τα περιμέναμε εμείς τα παλιά τα χρόνια. Τώρα, απλώς για να τηρηθεί το έθιμο, στέλνουν τα πολύ μικρά παιδιά στα συγγενικά μονάχα σπίτια κι όχι απ’ τα βαθιά χαράματα, αλλά αργά προς το μεσημέρι. Ο τσιώκος, αν υπάρχει, είναι απλώς διακοσμητικό στοιχείο και δεν ακούς άλλο τραγούδι απ’ το «Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλει…»

Γι αυτό κι ο ξενητεμένος του ποιήματός μας, σαν άκουσε τα «Κόλιαντα μπάμπου μ, κόλιαντα…», ξαναγύρισε στα περασμένα. Θυμήθηκε τα κόλιαντα των παιδικών του χρόνων και θυμίζει και στο φίλο του πώς τα περίμεναν και πόση γοητεία ασκούσαν τότε σ’ αυτούς.

Αλλά ας τον αφήσουμε να μας τα πει ο ίδιος:

«Κόλιαντα , μπάμπου μ, κόλιαντα κι μένα κουλιαντίνα»
Πόσα στου νου μ δε μ ίφιραν σαν τάκσα αρά Ντίνα!Θυμήθκα όταν πάιναμι κι μείς όλ’ η παρέα
Πόσου καλά μας φαίνουνταν τα κόλιαντα κι ουραία!Μέρις τα καρτιρούσαμι κι είχαμι στου νού μας
σι ποια σπίτια θα πάηναμι γνουστά του καθινού μας.Κι’ η μέρα όταν έφτανιν, π’του βράδ χα να ταπούμι
που ποιο σπίτ’ τ’ αρχινούσαμι κι πού τ’ ανταμουθούμι.Όλ’ τν νύχτα δεν κοιμούμασταν. Γυρνούσαμι στου στρώμα!
Θαρορούσαμι ξημέρωσιν. Σκουτάδ’ ήταν ακόμα!Απ’ τα ιννιά χαράματα μας ίγλιπις στου δρόμου.
Στου χέρ τουν τσιώκου είχαμι κι του σακκούλ’ στουν ώμου.

Τα τφάνια δεν μας τρόμαζαν, οι παγουνιές, τα χιόνια!
Τραγδούσαμι, γιλούσαμι! –Ιφτιχισμένα χρόνια!!!-

Οι πόρτις όλις έτριζαν απού του τάκα – τάκα,
κι αν πουθινά δεν άνοιγαν χπούσαμι μι τ’ τζιουμάκα.

Αλλοίμουνου αν δεν άνοιγαν!!! Απου του χτύπα – χτύπα
τσιώκ’ κι τζιουμάκις θάνοιγαν σην πόρτα καμιά τρύπα!

Μα ου κόσμους μας πιρίμινιν κι απού νουρίς ξυπνούσιν.
Μας άνοιγιν, μας δέχουνταν κι μας φιλουδουρούσιν.

Καρύδια, μήλα, κάστανα, κόλιαντα ζημουμένα,
όσα η χούφτα έπιανιν έδουναν στουν καθένα.

Στου Βαμβακά μας έδουκαν κι μανταρίν’ θυμούμι.
Τα γέλια που μας τσάκουσαν ακόμα τα θυμούμι.

Πώς άραγις να τρώιτι καθένας αντιριούνταν.
Μι ν’ πέτσα ου Λιόλιους τόφαγιν κι γλύφουνταν κι φτιούνταν!

Κι μι του δίκιου τ’. Άγνουστου ήταν αυτό του φρούτου.
Σίν Κόζιαν’ τότι τούξιραν αυτοί πούχαν τουν πλούτου!

Κι τα σακούλια γιόμουζαν κι μείς καμάρουνάμι!
Μ’ απού καμιάφρα τύχινιν κι ασχημα ν’ πάθηνάμι.

Γιατί οι τρανοί μας έστηναν ιτότι καραούλια
κι ούτι τσιώκουν μας άφηναν κι ούτι τα σακούλια!

Τι άλλου απού τα κόλιαντα να αδουκθώ ρα Ντίνα;
Που να τραγδίσου ντρέπουμαν κι έλιγα ισένα αρχίνα;

Στου μοίρασμα π’ τσακώθκαμι μνιά φρα κατά του Δόκου
κι χίρσαμι να χπιούμιστι οι δυό μας μι τουν τσιώκου;

Σι λίγου όμως τ’ αστόησαμι κι είπαμι κι μπέντια.
-Ιτότις τα μαλώματα τα είχαμι για γλέντια!-

Σ’ όλα τα σπίτια ίλιγιν πώς έχ’ Τζιτζίκου ου Μήκας
κι είκουσ’ μαμάννις μέτρησα να λέει πώς έχ’ ου Τζήκας!

Κι ξένις πόρτις χπούσαμι! Μα είχαμι στου νού μας
μην τύχ’ κι αστουχήσουμι να σπίτ’ τ’ Νουνού μας.

Γιατί ικεί μας έδιναν ιτότι κι παράδις
ινώ οι άλλ’ δεν έδουναν ικτός απ’ τς αρχουντάδις.

Μι τς ώρις πιρπατούσαμι! Όλ’ ν Κόζιαν ν’ αλώντζάμι!
Ψόφχ’, σκουτουμέν’ γυρνούσαμι, στου στρώμα έπιφτάμι.

Κοιμούμασταν κι στ’ όνειρου κι πάλι ίγλιπάμι
ότ’ πρεπ’ να ανταμώσουμι, στα κόλιαντα να πάμι!!!

Μικρό γλωσσάρι

«απ τα ιννιά μισάνυχτα» = από τα άγρια χαράματα
Μαμάννις = γιαγιάδες
Πέτσα = η φλούδα του μανταρινιού ή πορτοκαλιού
Τζιουμάκα = είδος ξύλινης γκλίτσας
Τζιτζίκου = η Θεία
Τσιώκους = ξύλινο είδος σφυριού
Τ’φάνια = δυνατές ριπές ανέμου, τυφώνας

Πηγή : Λεωνίδα Ι. Παπασιώπη : «ΤΟΤΙ ΚΙ ΤΩΡΑ», σελ. 35 – 40, Θεσσαλονίκη, 1973.

 @ lias @ giapraki.com

The post Τα Κόλιαντα στην παλιά Κοζάνη (Του Λεωνίδα Ι. Παπασιώπη) appeared first on giapraki.com.

«Μάνα, βαστούν τα γιαπράκια σαράντα μέρες…» Β. Π. Καραγιάννης

$
0
0
Από τη συλλογή διηγημάτων ΕΝΩΜΕΝΑ ΜΥΣΤΙΚΑ εκδ. Γαβριηλίδης (2018) απόσπασμα από τη διήγηση «Μάνα, βαστούν τα γιαπράκια σαράντα μέρες…» που στηρίζεται σε μια αφήγηση του κ. Γιάννη Πλόσκα – τουπίκλην Γιαντς τσ’ Λένκους.
…………
Επίλογος.
-Το λοιπόν αγαπητέ μου…
Στη Λάρισα υπηρετούσε στην αεροπορία.
Ηρθαν τα Χριστούγεννα παραμονή, προπαραμονή κάτι τέτοιο, αλλά ελλείψει προσωπικού, άδειες δεν δινόταν άνευ μέσου.
Ως εκ τούτου το έσκασε από τα διάτρητα σύρματα, τις διόδους ελευθερίας των στρατιωτών, όταν εκ της πολυχρησίας τους μετασχηματίζονται σε φαντάροι. Η μάνα στο σπίτι τον περίμενε είχε ετοιμάσει τα γιαπράκια των εορτών και το όλον κλίμα ήταν για οικογενειακές τρυφερότητες απ’ αυτές που δεν χρειαζόταν δημόσια δαπάνη.
Προσπέρασε το πάρκο Αλκαζάρ και το εκεί πρακτορείο των ΚΤΕΛ, ότι ήταν εντελώς ανάργυρος στη τσέπη με τα πολιτικά ρούχα, και σήκωσε τα διεθνές δάκτυλο του ώτο στοπ. Και περνούσαν και περνούσανε τα τραμ, ταρατάμ ταρατατάμ, τα Ι.Χ, τα δημόσια μέσα, ώσπου χριστιανός τις, με ένα σεμνό όχημα κατέβασε το τζάμι.
-Για πού πατριώτη;
– Για της Κοζάνης τα σοκάκια με τα σπίτια τα ψηλά, θέλησε να του δείξει κάτι το διαφορετικό απ’ ό,τι ήταν, ανθυπολόγιος ας πούμε, όπως υποσμηνίας εισέτι. Το είχε φαίνεται η κλήρα του να το φέρνει και προς την ποίηση εκτός της μπαχαρικής, ελαιοχρωματιστικής, κηροπωλητικής κ.λπ.
– Εγώ για Φλώρινα. Εμπα.
– Κυρ’ κύριε, άρχισε χωρίς να ερωτηθεί, είμαι ένας φτωχός και τίμιος στρατιώτης, χωρίς δραχμή στη τσέπη, σκαστός από τη μονάδα χρονιάρες μέρες, άφησα όμως αντικαταστάτη μου· η μάνα μου με περιμένει καιρό τώρα, έφτιαξε και τα γιαπράκια -τα ξέρεις τα γιαπράκια μας κύριε ευγενικέ, είναι το απόλυτο φετίχ μας, που θα το λέει κι αργοτερότερα η κυρία αντιδημαρχίνα μας, μ’ αυτά φτιαχνόμαστε γενικώς και ειδικώς – γιαπρακούλι μου καλό, λεν οι ερωτευμένοι ένας τον άλλον όταν αρχίζουν ν’ αλληλοτρώγονται που λεν δηλαδή και δηλονότι- δεν γίνεται χωρίς αυτά Χριστούγεννα, δεν νοείται Χριστούγεννα χωρίς γιαπράκια, εκεί σ’ εμάς κι η μάνα μου ας με μάλωνε μικρόν: «Δεν θα γέντς προκοπή εσύ». Και τι να κάνω έφυγα σκαστός, αλλά άφησα σας το λέω αντικαταστάτη στη σκοπιά να μη κινδυνεύσει κι η πατρίδα από το σκασμό μου, κύριε…
Ελεγε, ξανάλεγε, επανερχόταν ένοιωθε κάπως κατηγορούμενος ενώπιον μιας πράξης που κάπως τον βάραινε.
Τον άκουγε ανέκφραστος, και το αζήτητο παραλήρημά του να μοιάζει με απολογία.
– Λοιπόν, είμαι αξιωματικός του Ελληνικό στρατού, τον άκουσε σαν να του έριχναν στην πλάτη νερό καυτό και στη συνέχεια κρύο. Ακουσε νεαρέ μου. Εγώ που τώρα κάθομαι και σ’ ακούω, σ’ έβαλα και στ’ αμάξι (πρώτο γοερό ένδον ωχ), να σε πάω στη μάνα σου που σου έφτιαξε και γιαπράκια, ορκίστηκα πίστη στην πατρίδα μέχρι θάνατου (διπλό ωχ ωχ). Θα την υπακούω ως την τελευταία ρανίδα της ζωής μου. Ουδεπόποτε θα έκανα κάτι εναντίον της ούτε μεγάλο πολύ δε περισσότερο ούτε μικρό. Γιατί τα μικρά και συνεχόμενα είναι αυτά που υπονομεύουν το έθνος. Είσαι ένας λιποτάκτης του ελληνικού στρατού (τριπλό ωχ, ωχ, ωχ) και ως εκ τούτου στρατοδικείο σε περιμένει κανονικό. Αν όλοι οι φρουροί της πατρίδος την κάνουν το ίδιο όπως η γιαπρακο-αναξιότης σου, τότε από τα προς Βορράν σύνορά μας θα ορμούσαν οι κομμουνιστέοι πεινάλες και οι κατσαπλιάδες οι οποίοι δεν φτάνει που έτρωγαν τις ρωσικές κονσέρβες, με τα κουτιά τους έσφαζαν και τους λαιμούς των Ελλήνων. Από δε την Ανατολή έτοιμη είναι κι η τουρκιά να μυρμηγκιάσει στους κάμπους της Θράκης, να πάρει πίσω ό,τι έχασε στους νικηφόρους μας βαλκανικούς πολέμους κ.λπ.
Τον άκουγε ζεματισμένος…
«Ολα αυτά εγώ τα έκανα», συλλογιζότανε. «Τότε θέλω σκότωμα».
Στον Τύρναβο πήρε στροφή για Λάρισα. Πίσω.
Αιχμάλωτος και θύμα της Χριστουγεννιάτικης ειρήνης θρηνούσε τη μοίρα, τη μάνα, τα γιαπράκια.
Τον παρέδωσε στην ΕΣΑ κι από κει κατευθείαν στο κρατητήριο. Πέσαν πάνω του κατά δεκάδες οι φυλακίσεις. Σύνολο μέρες σαράντα.
Στο τηλέφωνο η μάνα τον αναζητούσε.
– Αντε μπρε πιδί μ’ δεν θα ‘ναρθς;
– Αχ, μάνα βαστούν σαράντα μέρες τα γιαπράκια;
Είπε βαρυαλγών. Αυτή δεν πολυκατάλαβε αλλά επανήλθε στην από μακρού διαπίστωσή της.
– Δεν είπα ιγώ πως δεν θα γέντς προκοπή εσύ…
ΥΓ. Από Το βιβλίο «ΕΝΩΜΕΝΑ ΜΥΣΤΙΚΑ» του Β.Π.Καραγιάννη

The post «Μάνα, βαστούν τα γιαπράκια σαράντα μέρες…» Β. Π. Καραγιάννης appeared first on giapraki.com.

Συνταγές Της Κοζανιώτικης Κουζίνας

$
0
0

© giapraki.com και lias (el_n_pa@yahoo.gr)

ΚΟΛΑΤΣΙΟ (Δικατιανό)

 

Κόρις μι πιτμέζ’

ΥΛΙΚΑ

* Στεγνές κόρες ψωμιού.
* Πετιμέζι.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Σε ένα βαθύ πιάτο βάζουμε τις κόρες και τις περιχύνουμε με πετιμέζι.

* Τις αφήνουμε για λίγη ώρα να μαλακώσουν και τις τρώμε πασπαλίζοντας με λίγο κανέλα.

 

Λαδουπάπαρα

Δεν είναι τίποτα άλλο τα υπολείμματα από τα λάδια ή τα λίπη του φαγητού της προηγουμένης που τα ζεσταίνουμε και τα σερβίρουμε μαζί με κομμάτια παλιού ψωμιού.

 

Παπάρα

Παπάρα είναι γενικώς κάθε στεγνά περισσεύματα ψωμιού (κόρες, γωνίες κτλ.) που δεν ήθελαν να τα πετάξουν οι νοικοκυραίοι και τα χρησιμοποιούσαν με κάθε ευκαιρία. Τα έβαζαν σε κάθε τι ζεστό υγρό (τραχανά, γάλα, πετιμέζι αλλά και κρασί ή τσίπουρο!) Θεωρούνταν και γιατρεφτικό! Ως κατάπλασμα.

 

Τραχανουπάπαρα

ΥΛΙΚΑ

* 1 νεροπότηρο τραχανάς ξινός.
* μία κουταλιά βούτυρο ή 100 γρ. ελαιόλαδο.
* 1 κύβο τύπου κνόρ ή λίγο από το παρασκεύασμα* με κόκαλα.
* 1 λίτρο νερό.
* λίγο τουλουμοτύρι ή λίγα τρίμματα τυριού για το σερβίρισμα.

* κομμάτια παλιού ψωμιού.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Σε μία κατσαρόλα βάζουμε όλα τα υλικά εκτός από τον τραχανά και τα αφήνουμε να βράσουν. Όταν κοχλάσει το νερό ρίχνουμε τον τραχανά και βράζουμε για 10 λεπτά περίπου.

* Βγάζουμε την κατσαρόλα από τη φωτιά και την αφήνουμε για μισή ώρα στην άκρη μέχρι να κρυώσει λιγάκι αλλά και για να «φουσκώσει» ο τραχανάς.

ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑ

* Σε ένα βαθύ πιάτο σερβίρουμε τον τραχανά όσο είναι ζεστός.

* Ρίχνουμε μέσα τα τρίμματα του τυριού ή όσο τουλουμοτύρι θέλουμε και τα ανακατεύουμε. Κατόπιν τα κομμάτια του ψωμιού και αναλόγως προσθέτουμε αλάτι. Σε πολλούς αρέσει να ρίχνουν και μαυροπίπερο ή μπούκοβο.

* Αφού τα ανακατέψουμε πολύ καλά ρίχνουμε και το στεγνό ψωμί κομμένο σε μπουκίτσες.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Είναι ιδανικό παρασκεύασμα για ξενύχτηδες και υποκαθιστά τον πατσά αλλά και είναι ένα δυναμωτικό πρωινό.

 


 

ΟΡΕΚΤΙΚΑ

 

 

Γκουγκόσις

Είναι η ψίχα φρέσκου ψωμιού, που μαδιόταν και ανακατεύονταν με τυρί ή τουλουμοτύρι και μετά το έβαζαν στο μαντήλι. Το είχαν τα παιδιά στη τσέπη τους. έπαιρνε στρόγγυλο σχήμα και το έτρωγαν λίγο λίγο…

 

Γκουγκουσκουρδάρ

Το ίδιο κατασκεύασμα με το παραπάνω αλλά αντί για τυρί έβαζαν λιωμένο σκόρδο.

 

Διρματίσιου

 

Δεν είναι άλλο από το τουλουμοτύρι, το γνωστό τυρί – αλοιφή που μόνο οι τυροκόμοι παρασκευάζουν. Εμείς θα το προμηθευτούμε από τυροκομικά καταστήματα. Το έλεγαν «διρματίσιου» διότι παλαιότερα το μετέφεραν μέσα σε σάκους από γίδινα δέρματα.

Είναι νοστιμότατο! Σας συνιστώ να το δοκιμάσετε με φρυγανισμένη φέτα ψωμιού.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Σε μία φέτα ψωμιού απλώνουμε όση ποσότητα τουλουμοτύρι θέλουμε και το τρώμε.

 

Κιχιά

 

kixi
ΥΛΙΚΑ

* Περισσεύματα φύλων της πίτας* (δες παρακάτω στις πίτες)
* Τρίμματα φέτας
* Αυγά (ανάλογα με την ποσότητα του φύλου που έχουμε διαθέσιμο)

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Ανακατεύουμε τα χτυπημένα αυγά σε ένα μπολ.

* Κόβουμε το φύλλο πίττας σε λωρίδες 10 – 15 εκατοστών και μάκρος 50 εκατοστών. Το βουτυρώνουμε ελαφρά και στη μέση της λωρίδας τοποθετούμε το μείγμα αυγού – τυριού.

* Το διπλώνουμε ελαφριά και με τα δύο χέρια το κάνουμε κύκλο όπως το @.

* Βουτυρώνουμε ελαφριά από πάνω και το ψήνουμε στο φούρνο έως ώτου ροδίσει.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Αντέχουν για αρκετό χρόνο, ακόμα και εκτός ψυγείου. Τρώγονται ζεστά και κρύα.

 

Μαρκάτ’
(πρόβειο γιαούρτι)

ΥΛΙΚΑ

* Πρόβειο γάλα
* Παλιό, ξινισμένο γιαούρτι
* Πήλινες γαβάθες (γούποι) πολύ καλά καθαρισμένες και ζεματισμένες.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Βράζουμε το γάλα στους 78 βαθμούς Κελσίου. Το μοιράζουμε στα πήλινα και κατόπιν ρίχνουμε μια χλιαρή κουταλιά από το παλιό γιαούρτι.

* Το ανακατεύουμε καλά και σκεπάζουμε τα πήλινα με κάποια καθαρή κουβέρτα ή ότι άλλο ζεστό. Τρώγεται κρύο.

ΣΥΜΒΟΥΛΗ

1. Προτιμήστε γάλα από παραγωγό που εμπιστεύεστε.
2. Όλα τα αντικείμενα που θα χρησιμοποιήσετε θα πρέπει να είναι ολοκάθαρα γιατί αλλιώς το γιαούρτι θα «κόψει».

 

Πατλιτζιάνια ξινά
(Μελιτζάνες στο ξύδι)

ΥΛΙΚΑ

* Μικρές (έως 15 εκ. μήκους), στενόμακρες μελιτζάνες.
* Μαϊντανός.
* Καθαρισμένα σκόρδα σε φέτες.
* Μισό ξύδι – μισό νερό (ανάλογα με την ποσότητα).
* Λίγο αλάτι.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Ζεματίζουμε τις μελιτζάνες για 5 λεπτά και τις βάζουμε σε σουρωτήρι.

* Όσο στραγγίσουν οι μελιτζάνες, ψιλοκόβουμε το μακεδονήσι και τα σκόρδα και τα ανακατεύουμε καλά.

* Χαράσσουμε στη μέση τις μελιτζάνες και τις παραγεμίζουμε με το μίγμα μακεδονήσι σκόρδο, τοποθετώντας τες κυκλικά σε πήλινο δοχείο ή σε ένα τάπερ.

* Τα σκεπάζουμε με ξυδόνερο, καλύπτουμε με ένα τουλπάνι και τα σφραγίζουμε με το καπάκι.

ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑ

Κόβουμε τις μελιτζάνες κάθετα, τις απλώνουμε στο πιάτο και προσθέτουμε λάδι και αλάτι (άν χρειάζεται).

Σ.σ. Είναι ιδανικό συμπλήρωμα της φασολάδας αλλά και μεζές για τσίπουρο.

 

Πιπέρια
(Πιπεριές στο ξύδι)

ΥΛΙΚΑ

* Πιπεριές Αυγουστιάτικες για να είναι ψιλόφλουδες.
* Ένα μέτριο λάχανο.
* Αν θέλουμε 1-2 καρότα.
* Ένα μέρος ξύδι σε ένα μέρος νερό (ανάλογα με την ποσότητα).
* Λίγο μακεδονήσι.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Πλένουμε τα λαχανικά και καθαρίζουμε τις πιπεριές από τα σπόρια και το κοτσάνι (όπως κάνουμε με τα γεμιστά). Ψιλοκόβουμε το λάχανο όσο πολύ μπορούμε καθώς και το μακεδονήσι.

* Περνάμε από τον ψιλό τρίφτη τα καρότα και σε μια λεκάνη ανακατεύουμε καλά όλα τα υλικά πασπαλίζοντας με λίγο αλάτι.

* Κατόπιν γεμίζουμε με το μείγμα αυτό τις πιπεριές και τις τοποθετούμε σε πήλινο τσουκαλάκι σφιχτά. Συμπληρώνουμε με το ξυδόνερο μέχρι να σκεπαστούν οι πιπεριές.

* Την επόμενη μέρα συμπληρώνουμε με ξυδόνερο εάν χρειαστεί.

* Τις αποθηκεύουμε τουλάχιστο τρεις μέρες και κατόπιν μπορούμε να τις σερβίρουμε.

ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑ

Σερβίρονται κομμένες οριζόντια σε κομμάτια πλάτους 5-6 χιλιοστών και τις περιβρέχουμε με λίγο ελαιόλαδο.

 

Ταρατόρ’
(Δροσιστικό)

ΥΛΙΚΑ

* Γιαούρτι πρόβειο.
* Σκόρδο πολτοποιημένο.
* Λίγο αγγουράκι κομμένο σε ψιλούς κύβους.
* Γάλα πρόβειο, ίσο με την ποσότητα του γιαουρτιού.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Ανακατεύουμε καλά όλα τα υλικά και το τρώμε για βραδινό με ψωμί κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Είναι εξαιρετικά δροσιστικό.

Τσιγαρίδις
(Υπολείμματα χοιρινού λίπους)

* Αγοράζουμε χοιρινό παστό και το κόβουμε σε μικρά κομμάτια. Τα βάζουμε σε μια μεγάλη κατσαρόλα μαζί με ένα καθαρισμένο ολόκληρο κρεμμύδι και ένα η δύο ποτήρια νερό.* (Δες λίγδα* παρακάτω)

* Παλαιότερα τις χρησιμοποιούσαν στην «μπουμπότα» κόβοντάς τες σε μικρότερα κομματάκια (για να νοστιμίσει) αλλά και τις έτρωγαν για μεζέ. Επίσης τις χρησιμοποιούσαν στα όσπρια (φασολάδα, ρεβίθια) αντί για λάδι.

 

Φιλίτσις (φέτες ψωμιού)

Παλιά, το ψωμί παρασκευαζόταν στο σπίτι, ψήνονταν στον φούρνο της γειτονιάς και το κάθε ένα ζύγιζε τουλάχιστο 2 κιλά. “Φιλίτσα” είναι η φέτα του καρβελιού (απ’ άκρη σ’ άκρη…) που ράντιζαν με λίγο νερό και την πασπάλιζαν με λίγο ζάχαρη κι από πάνω λίγο καφέ για να είναι πιο νόστιμο.

Το ίδιο γινόταν και για το πρόχειρο βραδινό. Φρυγάνιζαν τις φέτες του ψωμιού και, όπως ήταν ζεστές, άπλωναν λίγο λίγδα* και τις έτρωγαν με τη συνοδεία τυριού.

 

 


ΦΑΓΗΤΑ

giaprakia

Γιαπράκια

 

ΥΛΙΚΑ

* Μισό κιλό κιμά χοιρινό και μισό κιλό μοσχαρίσιο, κατά προτίμηση χοντροκομμένο από τη σπάλα ή την κοιλιά.
* 100 γραμμάρια χοντροκομμένο λαρδί.
* Ένα φλιτζάνι του καφέ ρύζι γλασσέ.
* Δύο μέτρια κρεμμύδια γλυκά περασμένα από τον τρίφτη ή το μπλέντερ.
* Ένα φλιτζάνι του τσαγιού ελαιόλαδο.
* Ένα ποτήρι αρμόζμουν*.
* Ένα κουτάλι σούπας γλυκό κόκκινο πιπέρι.
* Ένα φλιτζάνι του καφέ σάλτσα που αραιώνουμε σε νερό.
* Τριμμένο μαυροπίπερο με τη διάθεσή σας.
* 15 – 20 σπόρους μπαχάρι (μοσχοπίπερο).

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Σε μία μεγάλη λεκάνη ρίχνουμε όλα τα υλικά (εκτός από το μπαχάρι) και τα ανακατεύουμε πολύ καλά ώστε να γίνει ένα ομοιογενές μείγμα. Το μείγμα αυτό το αφήνουμε στην άκρη.

* Σε μία άλλη λεκάνη ξεχωρίζουμε τα φύλλα της αρμιάς (του λάχανου) φυλάγοντας τα εξωτερικά, χοντρά φύλλα.

* Στο κάτω μέρος της χύτρας τοποθετούμε «τσάκνα» (κομμάτια κλαδιών αμπελιού) και ανάμεσα ρίχνουμε τα σπυριά του μοσχοπίπερου. Τα σκεπάζουμε με ένα ή δύο από τα εξωτερικά φύλλα του λάχανου που κρατήσαμε και επάνω τους αρχίζουμε να τοποθετούμε τα γιαπράκια.

* Πιάνουμε ένα – ένα κάθε φύλλο με προσοχή, το γεμίζουμε με την ανάλογη ποσότητα κιμά, το τυλίγουμε και τοποθετούμε το γιαπράκι σε γύρο σφίγγοντάς τα σφιχτά.

* Όταν η χύτρα γεμίσει λίγο πιο πάνω από τη μέση της χύτρας, το καλύπτουμε με 1 – 2 φύλλα λάχανου (που είχαμε φυλάξει) και από πάνω τοποθετούμε ένα ρηχό πιάτο για να μην μας διαλυθούν τα γιαπράκια. Τα τοποθετούμε σε χαμηλή φωτιά ρίχνοντας μέσα ένα ποτήρι αρμόζμουν.

* Στην αρχή το φαγητό μας θα αρχίσει να “φουσκώνει” οπότε χρειάζεται να αφαιρέσουμε τα περιττά υγρά με ένα κουτάλι. Σε λίγο όμως αρχίζει να “κάθεται” οπότε συμπληρώνουμε τα υγρά με ζεστό αρμόζμο (αν νομίσουμε ότι δεν είναι αλμηρά) ή με ζεστό νερό.

 

Γριβάδι πλακί

 

Υλικά

* 1 ½ κιλό γριβάδι
* 2 κρεμμύδια κομμένα φέτες
* 4-5 πιπεριές ψιλοκομμένες
* 4 μέτριες ώριμες ντομάτες ψιλοκομμένες
* 3 σκελίδες σκόρδο κομμένο φετούλες
* 1 φλ. τσαγιού ελαιόλαδο
* ½ φλ. τσαγιού λευκό κρασί
* 1-2 κουταλιές φρυγανιά τριμμένη
* ½ ματσάκι μαϊντανό ψιλοκομμένο
* Λίγες ελιές Καλαμών σε φετούλες
* Αλάτι
* πιπέρι

Εκτέλεση

* Καθαρίζετε το ψάρι, το πλένετε, το χαράσσετε σε μερίδες και το αλατοπιπερώνετε. Το περνάτε παντού με ελαιόλαδο και το πασπαλίζετε με τη φρυγανιά. Το βάζετε σε ταψί.

* Σε μεγάλο τηγάνι βάζετε το υπόλοιπο ελαιόλαδο και αφού ζεσταθεί σοτάρετε το κρεμμύδι. Όταν γίνει διαφανές, προσθέτετε το σκόρδο, τις ντομάτες και σβήνετε με το κρασί. Τέλος προσθέτετε το μαϊντανό και αλατοπιπερώνετε.

* Αφήνετε να βράσει 4 – 5 λεπτά και στη συνέχεια την απλώνετε κι αυτή στο ταψί.

* Ψήνετε το φαγητό στους 180 βαθμούς για 50 λεπτά περίπου. Προσέχετε μήπως χρειαστεί λίγο νεράκι.

* Σερβίρεται ζεστό.

* Το ίδιο φαγητό μπορείτε να το παρασκευάσετε και με άλλο είδος ψάρι, όπως φιλέτο πέρκας, συναγρίδα κλπ.

 

Κατσιαμάκα

 

Υλικά

* 3-4 κουτάλες σούπας καλαμποκάλευρο
* ½ κατσαρόλα νερό
* 1 κουτ. σούπας μαργαρίνη
* αλατάκι
* για αλμυρή: 1 φέτα, τυρί φέτα
* για γλυκιά: 2 κουτ. σούπας μέλι

Παρασκευή

* Βάζουμε σε μια κατσαρόλα αλατισμένο νερό να βράζει. Προσθέτουμε μια κουταλιά της σούπας μαργαρίνη και το καλαμποκάλευρο, με το μάτι. Το καλαμπόκι θα πρέπει να είναι «γαλατένιο» από καβουρδισμένο αλεύρι.

* Ανακατεύουμε καλά για 10 λεπτάκια περίπου. Μόλις δούμε πως η κουτάλα μας στέκεται όρθια το κατσαμάκι είναι έτοιμο.

* Σερβίρουμε σε παραλλαγές αλμυρού και γλυκού. Για το αλμυρό τρίβουμε το τυρί φέτα πάνω από το κατσαμάκι και για το γλυκό περιχύνουμε το κατσαμάκι με το μέλι.

 

Κιφτέδις

Υλικά

* 1 κιλό χοντροκομμένο κιμά (μισό χοιρινό – μισό μοσχαρίσιο),
* 1 αυγό,
* 1 μέτριο κρεμμύδι περασμένο από τον τρίφτη,
* 1 φέτα μπαγιάτικου ψωμιού, καθαρισμένο από την κόρα και βουτηγμένο σε νερό,
* 1 κουτάλι δυόσμο (άισμα) ξερό ή μπόλικο δυόσμο νωπό,
* 1 κουταλάκι μαυροπίπερο,
* αλάτι κατά βούληση
* αλεύρι και λάδι για το τηγάνισμα

Παρασκευή

* Σε ένα μπολ ανακατεύουμε καλά όλα τα υλικά ώστε να γίνει ένα ομοιογενές μίγμα και βάζουμε το μείγμα στο ψυγείο για μία ώρα.

* Βάζουμε το λάδι στο τηγάνι και ώσπου να κάψει ετοιμάζουμε τις κεφτέδες σφίγγοντας καλά ώστε να γίνουν μεγάλοι βώλοι και τους πιέζουμε στο κέντρο για να γίνουν επίπεδοι, τους περνάμε από αλεύρι και τους τηγανίζουμε και από τις δύο πλευρές.

* Τρώγονται ζεστές και κρύες.

Προσοχή!

Οι Αθηναίοι λέγοντας δυόσμο, εννοούν τη μέντα! Γι αυτό συμπληρώνω άισμα. Πολλοί πάλι αντί για δυόσμο χρησιμοποιούν μαϊντανό (μακεδονήσι). Σφάλμα! Οι Κοζανιώτικες κιφτέδις γίνονται μόνο με δυόσμο (άισμα). Στα μπιφτέκια μόνο ρίχνουμε μαϊντανό.

 

Κιφτέδις μι ζμί
 

 

kiftedis mi zmi
Υλικά

Τα ίδια με τις κιφτέδις.

Για τη σάλτσα

* 3 – 4 σκελίδες σκόρδου καθαρισμένες και κομμένες σε τρία κομμάτια,
* 1 ποτήρι νερό,
* 1 ποτήρι αλεύρι για όλες τις χρήσεις,
* 1 κουτάλι κόκκινο πιπέρι γλυκό,
* 1 φλιτζάνι ελαιόλαδο.

* Παρασκευάζουμε τις κεφτέδες όπως παραπάνω και ετοιμάζουμε τη σάλτσα.

* Σε μια κατσαρόλα ανακατεύουμε όλα τα υλικά προσέχοντας να μη μας σβολιάσει το αλεύρι. Όταν αρχίσει να βράζει το μείγμα ρίχνουμε μέσα όσες κεφτέδες επιθυμούμε για να πάρουν μία βράση.

* Κλείνουμε τη φωτιά και σερβίρουμε όσο είναι ζεστές.

Κιφτέδις μι κλιά

Το φαγητό αυτό γίνεται όταν κάνουμε το Μπουμπάρ’* με την ποσότητα των χοντρών μερών της κοιλιάς που περίσσεψε.

Υλικά

* 1 κιλό κιμάς από κοιλιά χοντροκομμένος,
* 2 μέτρια κρεμμύδια,
* 1 κουταλάκι πιπέρι,
* Άφθονο ξηρό δυόσμο (άισμα)
* 1 φέτα μπαγιάτικο ψωμί (μόνο την ψίχα) καλά τριμμένη,
* αλάτι,
* λάδι και αλεύρι για το τηγάνισμα.

Παρασκευή

* Ανακατεύουμε καλά όλα τα υλικά ώστε να ομογενοποιηθούν και τα βάζουμε στο ψυγείο για αρκετή ώρα.

* Τις τηγανίζουμε όπως τις κοινές κιφτέδις και από τις δύο πλευρές αλλά μόλις τηγανιστούν τις βάζουμε σε χαρτί κουζίνας για να απορροφηθεί το επί πλέον λάδι.

* Τρώγονται όσο είναι ζεστοί.

Κιφτέδις μι κρουμμίδια

Υλικά

* Τα ίδια με τις κιφτέδις αλλά επιπλέον και:
* μπόλικα ξερά κρεμμύδια, κομμένα σε χοντρές φέτες, ανάλογα με την ποσότητα των κεφτέδων που έχουμε,
* άφθονο ελαιόλαδο,
*μπόλικο κόκκινο γλυκό πιπέρι

Παρασκευή

Αφού τηγανιστούν οι κεφτέδες τις τοποθετούμε σε ένα βαθύ ταψί και τις καλύπτουμε με το κρεμμύδι που έχουμε χοντροκόψει σε ημιφέγγαρο. Από πάνω πασπαλίζουμε με μπόλικο κόκκινο πιπέρι, αποφεύγοντας να τις αλατίσουμε, τις περιχύνουμε με το λάδι και τις ψήνουμε στο φούρνο στους 200 βαθμούς έως ότου φύγουν τα υγρά και μείνει μόνο το λάδι.

Σημειώσεις

1. Είναι εξαιρετικά νόστιμο φαγητό αλλά μην παρασυρθείτε γιατί είναι εξαιρετικά βαρύ.
2. Οι Κοζανιώτες το θεωρούσαν «επίσημο» φαγητό των ημερών του τρύγου μαζί με τι πίττες. Μέσα στην όλη περιποίηση κρύβονταν και λίγη πονηριά! Οι εργάτες «μπούκωναν» εύκολα και δεν έτρωγαν μεγάλη ποσότητα για να μπορέσουν να συνεχίσουν τον τρύγο…

Κυδουνάτου φαΐ

Είναι, απλά, το φαγητό Μοσχαράκι στο φούρνο αλλά αντί για πατάτες έβαζαν χοντροκομμένες φέτες καθαρισμένου κυδωνιού μαζί με λίγο γαρύφαλλο σπυρί και λίγο ξύλο κανέλλας.

 

Μπουμπάρ’

 

Από τις πιο δύσκολες Κοζανιώτικες συνταγές! Πρώτη δυσκολία είναι να βρεθεί η κοιλιά και δεύτερον να γίνει κιμάς. Για το μπουμπάρι απαραίτητο είναι να βρεθεί μοσχαρίσια κοιλιά (σκεμπές) από 10 ως 12 κιλά. Ο κρεοπώλης της γειτονιάς σας ίσως σας εξυπηρετήσει…
Μην πάρετε από σφαγεία ακάθαρτη κοιλιά διότι θα σας «φύγει ο πάτος» για να την καθαρίσετε. Γι αυτό προτιμήστε να είναι καθαρισμένη. Ζητήστε από τον κρεοπώλη σας να σας την κόψει σε κομμάτια για μπουμπάρι και να σας αλέσει τον κιμά. Αυτό το πράγμα θα το κάνει στο κλείσιμο του καταστήματος όταν καθαρίζουν την αλεστική μηχανή.

Υλικά (για κάθε κιλό κιμά)

* 1 κιλό κιμάς,
* 1 μέτριο κρεμμύδι,
* 1 κουταλάκι κόκκινο γλυκό πιπέρι ή
* 1 κουταλάκι τοματοπελτέ,
* 1 κουταλάκι δυόσμο (άισμα),
* 1 φλιτζάνι του καφέ ρύζι γλασσέ,
* 100 γρ. μοσχαρίσιο κιμά,
* μισό κουταλάκι μαύρο πιπέρι,
* αλάτι,
* νερό.

Παρασκευή

* Ανακατεύουμε πολύ καλά όλα τα υλικά εκτός από το νερό. Ο χασάπης, μας έχει ξεχωρίσει 1 – 2 ή και 3 κομμάτια της κοιλιάς.

* Γεμίζουμε τα κομμάτια αυτά με το μείγμα και στο τέλος τα ράβουμε με χοντρή βελόνα και γερή κλωστή ώστε να δημιουργηθεί ένα χοντρό σαλάμι ( διαμέτρου 8 – 10 εκατοστών ).

* Σε μία χύτρα τοποθετούμε τα μπουμπάρια που πρέπει να είναι το καθένα 1 ½ – 2 κιλά περίπου, τα σκεπάζουμε με νερό και τα αφήνουμε να βράσουν σε χαμηλή φωτιά.

* Στην αρχή ίσως να χρειαστεί να «ξαφριστούν». Επειδή η κοιλιά είναι λιπαρή, μη χρησιμοποιείτε καθόλου λάδι. Βάλτε λιγάκι μόνο αν χρειαστεί.

* Με μία οδοντογλυφίδα θα διαπιστώσετε αν έβρασαν διότι εξαρτάται από το πάχος της κοιλιάς (όσο μικρότερη διάμετρο έχει τόσο νωρίτερα βράζει). Τις βγάζετε σε μία πιατέλα να κρυώσουν ώστε να κόβονται εύκολα και αφήνουμε τη χύτρα να σιγοβράσει έως ότου μείνουν ελάχιστα υγρά.

Μπουρανί
 

Είναι το σπανακόρυζο αλλά ψημένο στο φούρνο μαζί με λίγα τρίμματα τυριού.

Παπρικάζ (συνταγή Χατζηδάμου)
(Για τέσσερις μερίδες)

Υλικά

* 7-8 πράσινες πιπεριές

*Ένα κιλό κρέας μοσχαρίσιο (κατά προτίμηση από σπάλα)

*ελαιόλαδο

* 2 κρεμμύδια ψιλοκομμένα

* 2 ντομάτες μεσαίου μεγέθους ψιλοκομμένες

* αλάτι

* πιπέρι

* Καυτερή πιπεριά (Εάν θες βάζεις)

Εκτέλεση

* Βάζουμε το λάδι να ζεσταθεί στην κατσαρόλα, κατόπιν ρίχνουμε το κρέας (αφού το έχουμε κόψει σε κομματάκια) να καβουρδιστεί,(καβούρδισμα για 2-3 λεπτά) και στη συνέχεια ρίχνουμε το ψιλοκομμένο κρεμμύδι, την ψιλοκομμένη ντομάτα και το πιπέρι (όσο θες εσύ)

* Άφησέ τα να βράσουν για λίγο μόνο με αυτά τα υλικά για κανένα 5λεπτο με 10λεπτό και κατόπιν ρίξε 2 με 3 ποτήρια νερό (Δηλαδή όσο να σκεπάζει το νερό τα υλικά σου).

* Η φωτιά να είναι μέτρια και βράσιμο για 1 με 1 ½ ώρα.

* Αφού βράσει καλά το κρέας ρίχνεις τις πιπεριές (να τις έχεις σε κομματάκια κομμένες ) και εάν θες και λίγο καυτερή πιπεριά (εάν θες)

* Συνεχίζεις το βράσιμο για κανένα 20λεπτο με 30 λεπτο και είσαι έτοιμος!

* Το ποιο σημαντικό: το αλάτι πάντα θα το ρίχνεις λίγο πρωτού ολοκληρωθεί το φαγητό σου δηλαδή 15 με 20 λεπτά πριν, και αυτό γιατί εάν το βάζεις από την αρχή του φαγητού σου το σκληρένει!!!

* Εάν δεις ότι σου τελειώνει το νερό κατά το βράσιμο τότε ρίξε λίγο ζεστό.

Καλή σας επιτυχία και καλή σας όρεξη!

____

Ο Παναγιώτης Χατζηδάμος διατηρούσε εστιατόριο-ταβέρνα στην οδό Ιπποκράτους, λίγο πιο πάνω (δεξιά) από το ζαχαροπλαστείο «Κρίνος». Τον προτιμούσαν όλοι οι καλοφαγάδες διότι ήταν σπεσιαλίστας σε πάρα πολλά φαγητά που δεν σερβίρονταν στα άλλα εστιατόρια της Κοζάνης. Οι τιμές του ήταν λογικότατες για να μην πω φθηνές και το κρασί το εξαιρετικό! Θυμάμαι, προτιμούσα το χτυπητό σουβλάκι, την τηγανιά και το παπρικάζ. Ήταν εξαιρετικό εστιατόριο και κρίμα που έκλεισε λόγω συνταξιοδότησης…
Όλα τα συμπράγκαλά του (πιάτα, σκεύη, κατσαρόλες κλπ.) τα δώρησε στους «Κασμιρτζίδες) και συχνά πάει και μαγειρεύει τις σπεσιαλιτέ του στο σπίτι των Κασμιρτζίδων στο «Σμάθκου».

Την συνταγή μου την έστειλε το μέλος μας austrosiourdos και τον Ευχαριστώ.

Ντουρμαρλίκ’
Πέτνους μι πέτουρα
Σουγλίτσις

 

 


 

ΠΙΤΕΣ

 

Πίτα
(βασική συνταγή)

ΥΛΙΚΑ
* Αλεύρι (ανάλογα με το πόσες πίτες θα κάνουμε. Συνήθως το «ζύγισμα» γινόταν με τα ταψιά).
* Αλάτι
* Χλιαρό νερό (όσο χρειαστεί)

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Αφού κοσκινιστεί το αλεύρι το κάνουμε ένα μικρό λόφο. Κατόπιν ανοίγουμε στο κέντρο μία τρύπα δημιουργώντας ένα μικρό ηφαίστειο. Ρίχνουμε το αλάτι σε λίγο χλιαρό νερό και το μείγμα αυτό το ρίχνουμε στο κέντρο της τρύπας που κάναμε. Αρχίζουμε να γυρίζουμε κυκλικά το μείγμα προσθέτοντας λίγο – λίγο χλιαρό νερό.

* Μόλις το αλεύρι απορροφήσει το νερό αρχίζουμε να το ζυμώνουμε, ρίχνοντας λίγο αλεύρι στα πλάγια για να μην κολλάει.

* Το σκεπάζουμε με ένα καθαρό πανί και το αφήνουμε για 30 –35 λεπτά ώστε να φουσκώσει.

* Κατόπιν, παίρνουμε μια χούφτα ζύμης. Την ζυμώνουμε ξανά. Με τον τρόπο αυτό κάνουμε μπαλάκια σαν μεγάλα αυγά. Μετά παίρνουμε κάθε μπαλάκι και το πλάθουμε με τον κλώστη σε πίτες διαμέτρου 15-20 εκατοστών περίπου.

* Αλείφουμε με λίγδα* ή βούτυρο ή λάδι την κάθε πλευρά της πίττας και τοποθετούμε τρία πιτάκια, το ένα επάνω στο άλλο.

* Με τον κλώστη αρχίζουμε να τα πλάθουμε, ρίχνοντας λίγο αλεύρι από κάτω ώστε να πάρουν το επιθυμητό μέγεθος. Όταν συμβεί αυτό, το βάζουμε επάνω σε ένα καθαρό απλωμένο σεντόνι απλωμένο σε κάποιο μεγάλο κρεβάτι που βρίσκεται σε ευάερο χώρο.

* Αφού πλάσουμε έξι τουλάχιστον τέτοια μεγάλα φύλλα, αρχίζουμε την παρασκευή της ΚΟΖΑΝΙΩΤΙΚΗΣ ΠΙΤΑΣ.

* Λαδώνουμε το σινί για να μη μας κολλήσει η πίτα και κατόπιν στρώνουμε ένα – ένα τα φύλλα λαδώνοντας τα και φροντίζοντας να ξεχειλίζουν από το σινί. Στο κάτω μέρος τοποθετούμε τρία φύλλα, βάζουμε τη μισή γέμιση (πράσα, σπανάκια κτλ.) και τα στρώνουμε.

* Σκεπάζουμε τη γέμιση με ένα φύλλο κι από πάνω στρώνουμε την υπόλοιπη γέμιση. Κατόπιν στρώνουμε τα υπόλοιπα δύο φύλλα ζύμης, φροντίζοντας να είναι λίγο ακατάστατα (σουρωτά) αφού βεβαίως τα αλείψουμε με λίγδα.

* Ήρθε η ώρα να κάνουμε τον κόθαρο. Αρχίζουμε να περιτυλίγουμε τα εξέχοντα από το σινί μέρη του φύλλου και να τα κάνουμε σαν σχοινί.

* Όταν τελειώσει κι αυτό, με ένα πιρούνι ή ένα καλαμάκι, τρυπούμε την πίτα ώστε να φύγουν οι ατμοί της γέμισης. Καλό είναι να το ραντίσουμε πρώτα με λίγο λάδι και νερό.

* Ψήνεται στο φούρνο στους 200 βαθμούς μέχρις ότου ροδοκοκοκκινίσει.

Σημείωση

Το ζύμωμα και το πλάσιμο πρέπει απαραίτητα να γίνεται σε ξύλινα σκεύη: κουπάνα, πλαστήρι κτλ. Αν το κάνετε σε μάρμαρο ή πλακάκι δεν θα έχει επιτυχία.

Κρουμδό’πτα

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Αφού πλάσουμε τα φύλλα και τα απλώσουμε να στεγνώσουν λιγάκι, καθαρίζουμε τα κρεμμύδια, τα χοντροκόβουμε και τα τσιγαρίζουμε για λίγο σε λάδι χωρίς να ροδίσουν.

* Αφού αρχίσουμε να απλώνουμε τα φύλλα στο σινί στρώνουμε το μισό τσιγαρισμένο κρεμμύδι. Από πάνω απλώνουμε δύο φύλλα και ξανά το υπόλοιπο κρεμμύδι. Από πάνω βάζουμε άλλα δύο – τρία φύλλα, τις άκρες τις κάνουμε κόθαρο, τα τρυπάμε και ψένουμε την πίττα όπως προαναφέραμε.

Μπουμπότα

ΥΛΙΚΑ

* 1 κιλό καλαμποκίσιο αλεύρι
* Λίγο αλάτι
* Το ανάλογο νερό

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Σε μία λεκάνη ανακατεύουμε όλα τα υλικά ώστε να γίνουν μία μαλακή ζύμη. Σε ένα ταψί που αλείφουμε με βούτυρο βάζουμε το μείγμα έτσι ώστε να γίνει επίπεδο. Αν θέλουμε στο μείγμα προσθέτουμε τσιγαρίδις*, τριμμένο τυρί, αλλά και ζεματισμένο σπανάκι ή ότι άλλο χορταρικό της αρεσκείας μας (λάπατα, χόρτα, κλπ.).

Το ψήνουμε στους 180˚ C μέχρι να ροδοκοκκινήσει φροντίζοντας να την ραντίσουμε με νερό 2 – 3 φορές.

Πρασόπ’τα


ΥΛΙΚΑ για για τη γέμιση

* 1 κιλό πράσα
* 5-6 αυγά μεγάλα
* 1/2 κιλό γάλα
* 150 γρ. βούτυρο ή λίγδα
* λίγο σιμιγδάλι ψιλό
* αλάτι

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ της γέμισης

* Ετοιμάζουμε τα φύλλα της πίτας όπως περιγράψαμε πιό πάνω.

* Ψιλοκόβουμε τα πράσα και τα πράσινα τρυφερά φύλλα τους και τα ζεματίζουμε σε καυτό νερό και κατόπιν τα στραγγίζουμε.

* Τα τσιγαρίζουμε ελαφρώς στο βούτυρο. Προσθέτουμε το γάλα, το σιμιγδάλι και το αλάτι και ανακατεύουμε εως ότου πήξει.

* Αποσύρουμε το μίγμα από τη φωτιά και προσθέτουμε τα αυγά χτυπημένα και ανακατεύουμε έως ότου το μίγμα γίνει ομοιογενές.

* Παρασκευάζομε την πίτα όπως περιγράφτηκε παραπάνω.

Σπανακόπτα

ΥΛΙΚΑ

* Σπανάκια, πλυμένα και κομμένα σε χοντρά κομμάτια
* Τυρί φέτα
* 4-5 αυγά
* Λίγδα* ή βούτυρο

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Ζεματίζουμε τα σπανάκια. Σε μία γαβάθα τα ανακατεύουμε με το τυρί και τα αυγά χτυπημένακαι το μείγμα αυτό το τοποθετούμε μισό – μισό σε δύο στρώματα στην πίττα φροντίζοντας να τα αλείφουμε καλά με λειωμένη λίγδα ή βούτυρο.

* Αφού τελειώσουμε τη διαδικασία που περιγράφεται στην παρασκευή πίττας (κόθαρος, τρύπημα κτλ.) την φουρνίζουμε στους 180˚ C για 1 περίπου ώρα ή έως ότου ροδίσει η επιφάνειά της.

 

Ταχινόπ’τα

 

ΥΛΙΚΑ

* Ταχίνι
* Καρύδια

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Απλώνουμε κάθε φύλλο πίττας στο σινί που έχουμε επαλείψει με ταχίνι. Κάθε φύλλο το αλείφουμε με ταχίνι. Ενδιάμεσα σκορπίζουμε τριμμένα καρύδια. Με το τελείωμα κάνουμε κόθαρο και από επάνω βάζουμε για διακόσμηση καθαρισμένα καρύδια κομμένα στη μέση.

ΣΗΜΕΙΩΣΗ

Είναι καθαρά νηστίσιμη συνταγή.

Τσουκνιδόπτα

Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Πρέπει να βρεθούν καθαρές τσουκνίδες. Πρέπει να τις συλλέξουμε με γάντια μεγάλα διότι όπου μας ακουμπήσει θα ερεθίσει το δέρμα μας. Αλλά αξίζει τον κόπο…
Τη ζεματίζουμε όπως την σπανακόπ’τα αλλά χωρίς τυρί.
Είναι νοστιμότατη!

 

Τσιτσιλάτου

 

.
(Το φαγητό αυτό το τρώνε οι Κοζανιώτες το βράδυ το Μεγάλου Σαββάτου,
μετά την Ανάσταση αντί για μαγειρίτσα)

Υλικά

* ¼ μπροστινό από κατσίκι ή αρνί
* 1 συκωταριά αρνίσια
* λίγα έντερα αρνίσια
* 5-6 μάτσα φρέσκα κρεμμυδάκια (2 kg περίπου)
* 1 φλ. Ξύδι
* 2 κουταλιές τοματοπελτέ
* 1 κουτ. Κοκκινοπίπερο
* 1 ματσάκι μακεδονήσι
* ½ ματσάκι δυόσμο
* 300 γρ. ελαιόλαδο
* αλάτι
* πιπέρι

Παρασκευή

* Βράζουμε το κρέας σε αλατισμένο νερό για μία ώρα περίπου ξαφρίζοντάς το συνεχώς.

* Καθαρίζουμε καλά τα έντερα, τα κόβουμε σε μικρά κομμάτια και τα βάζουμε σε μία κατσαρόλα με νερό και το ξύδι.

* Πλένουμε καλά τα εντόσθια (εκτός από το πλεμόνι), τα ψιλοκόβουμε και τα βάζουμε κι αυτά μέσα στην κατσαρόλα.

* Κόβουμε τα κρεμμυδάκια και το σπανάκι και τα ζεματίζουμε σε καυτό νερό.

* Ψιλοκόβουμε το μακεδονήσι και το δυόσμο.

* Καίμε το λάδι σε βαθύ τηγάνι ή ρηχή κατσαρόλα και τσιγαρίζουμε ελαφρά με τη σειρά τα κρεμμυδάκια, τα εντόσθια, το σπανάκι, προσθέτουμε το αλατοπίπερο και προς το τέλος το μακεδονήσι με το δυόσμο.

* Απλώνουμε το μίγμα σε ένα βαθύ ταψί και από πάνω τοποθετούμε το κρέας ολόκληρο από τη μέσα μεριά.

* Προσθέτουμε τον τοματοπολτό αραιωμένο σε νερό και τον ζωμό από το αρνί αφού τον σουρώσουμε για να αποφύγουμε τα κοκαλάκια. Αν χρειαστεί προσθέτουμε ακόμη λίγο ζεστό νερό.

* Ψένουμε το φαγητό μας στους 250 C για μία ώρα περίπου, αφού γυρίσουμε το κρέας στα μισά του ψησίματος και το σκεπάσουμε με μία μπόλια (σκέπη).

* Το φαγητό μας είναι έτοιμο μόλις ροδοκοκκινίσει το κρέας και μείνει μόνο με το ελαιόλαδο.

 

 


 

ΓΛΥΚΙΣΜΑΤΑ

 

galaktompoureko

Γαλακτομπούρεκο

 

ΥΛΙΚΑ

* 750 γρ. φύλλο κρούστας
* 250 γρ. Fresco (βούτυρο)
* 100 γρ. καλαμποκέλαιο

Για την κρέμα
* 2 kg γάλα
* ½ kg ζάχαρη
* 200 gr σιμιγδάλι ψιλό
* 150 gr φρέσκο βούτυρο (πρόβειο ή κατσικίσιο)
* 12 αυγά

Για το σιρόπι

* 2 kg ζάχαρι
*1 lt νερό
* Χυμός & ξύσμα ενός λεμονιού
* 2 κάψουλες βανίλια

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Ζεσταίνουμε το γάλα χωρίς να βράσει.

* Χτυπάμε καλά στο μίξερ τα μισά αυγά με τη ζάχαρη και το σιμιγδάλι και όταν «ενωθούν» τα υλικά, αδειάζουμε το μίγμα στο ζεστό γάλα.

* Ανακατεύουμε συνεχώς με ξύλινη κουτάλα και μόλις η κρέμα αρχίσει να πήζει την αποσύρουμε από τη φωτιά.

* Απομακρύνουμε την κρέμα από τη φωτιά και προσθέτουμε το βούτυρο, το ξύσμα λεμονιού και ένα-ένα τα υπόλοιπα αυγά ανακατεύοντας συνεχώς.

* Βουτυρώνουμε καλά το ταψί (και στα πλάγια) και απλώνουμε προσεκτικά τα μισά φύλλα κρούστας αλείφοντάς τα καλά ένα-ένα με το μείγμα λιωμένου fresco-αραβοσιτελαίου.

* Απλώνουμε την κρέμα πάνω στα φύλλα κρούστας και διπλώνουμε από πάνω όσα προεξέχουν.

* Σκεπάζουμε την κρέμα με τα υπόλοιπα φύλλα αφού τα βουτυρώσουμε πολύ καλά και όσα περισσεύουν τα διπλώνουμε στο τείχος το ταψιού.

* Χαράζουμε ελαφρά μόνο τα δύο πρώτα επάνω φύλλα και ψένουμε σε προθερμασμένο φούρνο για 40’ λεπτά στους 160ο C.

* Βράζουμε τη ζάχαρι με το νερό και αφού κοχλάσει για 5’ λεπτά αποσύρουμε το σιρόπι από τη φωτιά και προσθέτουμε το χυμό λεμονιού και τις βανίλιες αφήνοντας να κρυώσει λιγάκι.

* Σιροπιάζουμε το γαλακτομπούρεκο κρύο με το σιρόπι ζεστό –όχι καυτό και το αφήνουμε να κρυώσει πριν το κόψουμε σε μερίδες.

Ισλί

Πρόκειται για το “επίσημο” (μαζί με τα σαλιάργια) γλύκισμα που προσφέρεται σε κάθε Κοζανίτικο σπίτι στις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.

Υλικά:

1 κούπα μαγειρικό λίπος
1 κούπα καλαμποκέλαιο
1 κούπα γάλα
1 κούπα ζάχαρη
1-2 κουταλάκια ξύσμα πορτοκαλιού ή λεμονιού (προαιρετικά)
1 κιλό αλεύρι μαλακό και λίγο παραπάνω αν χρειαστεί
3 κουταλάκια μπέικιν πάουντερ
1 κουταλάκι αλάτι

Για τη γέμιση:

1 κούπα καρύδια ψιλοκομμένα
1 κουταλάκι κανέλα
1/4 κουταλάκι γαρίφαλο
1 κουταλιά ζάχαρη άχνη

Για το σιρόπι:

4 κούπες ζάχαρη (αν θέλετε αντικαταστήστε τη μισή με μέλι)
3 κούπες νερό
1-2 ξυλαράκια κανέλας

Εκτέλεση:

* Βάζουμε στο μπλέντερ τα 5 πρώτα υλικά και χτυπάμε για 5 λεπτά. Κοσκινίζουμε το αλεύρι με το μπέϊκιν πάουντερ και το αλάτι σ’ ένα μεγάλο μπολ και αδειάζουμε μέσα τα χτυπημένα υλικά και ζυμώνουμε με τα χέρια έως ότου γίνει μαλακή η ζύμη. Προσθέτουμε, αν χρειαστεί, κι άλλο αλεύρι. Εν τω μεταξύ έχουμε ανακατέψει τα υλικά της γέμισης.

* Χωρίζουμε τη ζύμη σε στρόγγυλα κομματάκια (περίπου 40). Τα πατάμε με τα δάκτυλα σε φυλλαράκια, βάζουμε στο κέντρο από ένα κουταλάκι γέμιση και τα κλείνουμε πατώντας πάλι με τα δάκτυλα τις άκρες για να κολλήσουν, σε τριχωνικό σχήμα. Με τις μύτες δύο πιρουνιών ή με το ειδικό τσιμπιδάκι για ισλί τα «κεντούμε» τσιμπώντας την επιφάνεια κάνοντας σχέδια. Τα αραδιάζουμε σε βουτυρωμένο ταψάκι και ψήνουμε σε φούρνο 175 βαθμών Κελσίου για 30 περίπου λεπτά μέχρι να ροδίσουν.

* Σε μια κατσαρόλα βάζουμε το νερό και διαλύουμε μέσα σε αυτό τη ζάχαρη. Προσθέτουμε τα ξυλαράκια της κανέλας και βράζουμε το σιρόπι 3-4 λεπτά. Ρίχνουμε τα κρύα ισλί, λίγα-λίγα κάθε φορά, μέσα στο σιρόπι που σιγοβράζει και αφήνουμε να σταθούν για ελάχιστα λεπτά. Τα βγάζουμε με τρυπητή κουτάλα και τα αραδιάζουμε σε πιατέλα. (Προσοχή όχι το ένα επάνω στο άλλο).

 

Κουρκουμπίνια
(τηγανισμένα)
kourkoumpinia

Υλικά (για 100-120 τεμάχια)

* 500γρ. φύλλα κρούστας
* παρθένο σησαμέλαιο
* κανελογαρύφαλο για το σερβίρισμα (2 μέρη κανέλα – 1 μέρος γαρύφαλο τριμμένα)

Σιρόπι

 

* 2 ποτήρια νερό
* 2 ποτήρια ζάχαρη
* 1 ποτήρι γλυκόζη

Παρασκευή

* Λαδώστε με σησαμέλαιο 2 φύλλα κρούστας, τοποθετήστε τα το ένα πάνω από το άλλο, ρολάρετε σφιχτά τα φύλλα γύρω από ένα καλαμάκι και αλείψτε πάλι με σησαμέλαιο.

* Βγάλτε το καλαμάκι και κόψτε τα ρολά σε κομματάκια, πλάτους 1,5 εκ. Συνεχίστε την διαδικασία μέχρι να τελειώσουν τα φύλλα.

* Αφού τηγανίσετε τα κουρκουμπίνια σε καυτό σησαμέλαιο, βγάλτε τα με τρυπητή κουτάλα και στραγγίστε τα σε απορροφητικό χαρτί κουζίνας.

* Όταν τα κουρκουμπίνια είναι ακόμα ζεστά, βουτήξτε τα σε σιρόπι, αφαιρέστε τα με τρυπητή κουτάλα και σερβίρετε το πασπαλίζοντάς τα με λίγο κανελογαρύφαλο.

* Σιρόπι: Βράστε όλα τα υλικά μαζί, ξαφρίστε το μείγμα και το σιρόπι είναι έτοιμο.

 

Κυδωνόπαστο

 

ΥΛΙΚΑ

* 4 μεγάλα κυδώνια
* 1 ποτήρι νερό
* ζάχαρη (όση χρειαστεί)

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Καθαρίζουμε και κόβουμε τα κυδώνια σε κύβους και τα βράζουμε, προσθέτοντας 1 ποτήρι νερό, μέχρι να μαλακώσουν.

* Τα πολτοποιούμε και προσθέτουμε για κάθε κούπα πολτό ½ κούπα ζάχαρη. Βράζουμε το μείγμα χωρίς να προσθέσουμε νερό ανακατεύοντας με ΞΥΛΙΝΟ κουτάλι, μέχρι να ξεκολλήσει από τα τοιχώματα της κατσαρόλας.

* Απλώνουμε το μείγμα σε αντικολλητικό χαρτί και το απλώνουμε. Το αφήνουμε να κρυώσει και το κόβουμε πασπαλίζοντάς το με λίγη κρυσταλλική ζάχαρη.

Μουστόπτα

Υλικά

(Οι αναλογίες είναι οι πιο κάτω. Για την ποσότητα που θέλετε μπορείτε να την διπλασιάσετε, τριπλασιάσετε κλπ.)

* 1 ποτήρι πετιμέζι
* 2 ποτήρι νερό
* 3 κουτ. σούπας νισεστέ ή κορν φλάουρ
* λίγα καρύδια τριμμένα
* λίγη κανέλα
* αρμπαρόριζα (αρωματικό φυτό)

Παρασκευή

* Σε μια κατσαρόλα βάζουμε το πετιμέζι με το νερό, για να ζεσταθούν και τα ανακατεύουμε καλά, μέχρι να γίνει ένα ομοιογενές μίγμα.

* Από το μίγμα αυτό κρατάμε περισσότερο από μισό ποτήρι σε ένα μπολ και το υπόλοιπο το βράζουμε μαζί με την αρμπαρόριζα.

* Στο μπολ, ανακατεύουμε το νισεστέ με το υπόλοιπο ζεστό πετιμέζι. Πρέπει να διαλυθεί πολύ καλά ο νισεστές για να μη σβωλιάσει στην κατσαρόλα. Αφού ο νισεστές με το μίγμα μούστου-νερού γίνει ένα ομοιόμορφο μίγμα, το ρίχνουμε στην κατσαρόλα.

* Πριν ρίξουμε τον νισεστέ αφαιρούμε την αρμπαρόριζα από την κατσαρόλα με την βοήθεια μιας τρυπητής κουτάλας.

* Ανακατεύουμε συνεχώς με ξύλινη κουτάλα για να μην κολλήσει και περιμένουμε να πήξει για 4-5 λεπτά περίπου. Το καταλαβαίνουμε όταν αρχίσουν να δημιουργούνται φουσκάλες στην επιφάνειά της (όπως στην κρέμα)

* Σερβίρουμε σε μικρά μπολάκια πασπαλίζοντάς τα με τα καρύδια και την κανέλα.

Συμβουλή

1. Είναι καλύτερο να την αφήσουμε να κρυώσει.
2. Για να κάνετε πετιμέζι είναι δύσκολο, οπότε προτιμήστε τυποποιημένο από τα μεγάλα σούπερ μάρκετς. Προσωπικά το παρήγγειλα και σε δύο μέρες μου το έφεραν.
3. Είναι νηστίσιμη.

 

Ξιάφ’

ΥΛΙΚΑ

* Μία χούφτα σταφίδα ξανθή.
* 10 –20 ξερά δαμάσκηνα.
* 10 –20 ξερά σύκα.
* Άλλα αποξηραμένα φρούτα ( βερίκοκα, αχλάδια κτλ.) σε μικρή ποσότητα.
* Ένα κομμάτι ξύλου κανέλας.
* 10 κομμάτια γαρύφαλλο.
* ½ kg. Ζάχαρη.
* Το ανάλογο νερό (Αρκετό).

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Σε μία μεγάλη κατσαρόλα, με άφθονο νερό, ρίχνουμε όλα τα υλικά (αν θέλουμε λιγοστεύουμε ή αυξάνουμε τη ζάχαρη). Βράζουμε σε πολύ σιγανή φωτιά έως ότου τα αποξηραμένα φρούτα «φουσκώσουν». Δηλαδή να έχουν σχεδόν την φυσιολογική τους όψη.
Σερβίρεται ζεστό.

Σ.σ.: Οι παλιοί Κοζανιώτες το έτρωγαν ως θερμαντικό αλλά το έτρωγαν και κατά τη διάρκεια των νηστειών.

 

Πιτλίδις

 

ΥΛΙΚΑ

* 1 κιλό αλεύρι για όλες τις χρήσεις
* 1 πακ. μαγιά (ένα πακετάκι 60 γρ.)
* 2 ½ ποτήρια ζεστό νερό
* 1 σφηνάκι ούζο
* Λίγη ζάχαρη
* Λίγο αλάτι
* Κανέλα, χοντρή ζάχαρη και μέλι για το γαρνίρισμα
* Καλαμποκέλαιο για το τηγάνισμα

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Λιώνουμε καλά τη μαγιά στο ζεστό νερό.

* Κάνουμε μία λακκούβα στο αλεύρι μέσα σε μια λεκάνη, ρίχνουμε το αλάτι και τη ζάχαρη και κατόπιν το διάλυμα της μαγιάς με το νερό και τα ανακατεύουμε με το χέρι ώσπου να γίνει ένας παχύρευστος και λείος χυλός. Αν χρειαστεί προσθέτουμε λίγο ακόμη αλεύρι.

* Σκεπάζομε το μίγμα και το αφήνουμε να φουσκώσει για μισή ώρα περίπου.

* Σε ένα τηγάνι ρίχνουμε ένα δάχτυλο καλαμποκέλαιο και το αφήνουμε να κάψει καλά.

* Με ένα φλιτζάνι του καφέ παίρνουμε λίγο από το χυλό και τον ρίχνουμε στο καυτό λάδι ώσπου να γεμίσει το τηγάνι. Τις γυρίζουμε και από την άλλη μεριά ώσπου να ροδοκινήσουν.

* Τις βγάζουμε με τρυπητή κουτάλα σε μία πιατέλα με απορροφητικό χαρτί και επαναλαμβάνουμε τη διαδικασία προσθέτοντας λάδι στο τηγάνι.

* Τις σερβίρουμε πασπαλίζοντάς τες με ζάχαρη και κανέλα η με μέλι ανάλογα με το γούστο μας.

Σημ. Τις πιτλίδες τις πρόσφεραν στις λεχώνες μαζί με την «τράπεζα» (κοτόπουλο-πιλάφι-τζιάμ πλιάφ’-πιτλίδις) ή στα νυχτέρια των γυναικών.

 

Σαλιάρια Κοζάνης

 

ΥΛΙΚΑ

Για τη ζύμη:

* 1 μπουκάλι ελαιόλαδο (1 λίτρο)
* 1 φλιτζάνι τσαγιού σταχτόνερο
* 1 πιατάκι του καφέ ζάχαρη
* 2 κιλά αλεύρι και μισό φλιτζάνι του τσαγιού ακόμα (αν χρειαστεί)

Για τη γέμιση:

* Μισό κιλό καρύδια κοπανισμένα
* Κανέλα και γαρύφαλο σε αναλογία 3:1
* Καθόλου ζάχαρη

Το σταχτόνερο

* Από το βράδυ βράζουμε 1 κουταλιά της σούπας στάχτη, που θα έχουμε φροντίσει να προέρχεται μόνο από κάψιμο ξύλων και να είναι κοσκινισμένη, με ένα γεμάτο ποτήρι νερό. Το αφήνουμε όλη τη νύχτα ώστε να κατακάτσει η στάχτη.

* Την άλλη μέρα αδειάζουμε το σταχτόνερο με προσοχή, χωρίς να κουνηθεί η στάχτη, σ’ ένα καθαρό ποτήρι, έτοιμο να το χρησιμοποιήσουμε.

Εκτέλεση

* Καίμε το λάδι. Για να βεβαιωθούμε ότι είναι έτοιμο, ρίχνουμε από την αρχή μέσα ένα κομμάτι κόρας ψωμιού. Μόλις αυτό γίνει ξανθό, σημαίνει ότι το λάδι ετοιμάστηκε, οπότε το κατεβάζουμε από τη φωτιά.

* Σε μια λεκάνη όπου έχουμε το αλεύρι με τη ζάχαρη, ρίχνουμε εναλλάξ λάδι και σταχτόνερο, ανακατεύοντας με ξύλινη κουτάλα ώσπου να τελειώσουν και τα δυο Προσέχουμε ώστε η ζύμη να μη γίνει ξερή για να μπορούμε να τα δουλέψουμε..

* Αφού τα ανακατέψουμε καλά, παίρνουμε στην παλάμη μας ποσότητα ζύμης (όσο είναι ένα μικρό αυγό) την κάνουμε μπαλάκι και με τον αντίχειρα του άλλου χεριού την πιέζουμε ώστε να σχηματιστεί μία μακρόστενη λακούβα. Μέσα εκεί βάζουμε ένα κουταλάκι του καφέ (περίπου) γέμιση, ενώνουμε τις άκρες κλείνοντας την παλάμη και δίνουμε στη ζύμη το σχήμα του σαλιαριού.

* Τοποθετούμε τα σαλιάρια σε ταψί (όχι λαδωμένο) σε κάποια απόσταση το ένα από το άλλο και τα ψήνουμε σε φούρνο που έχουμε προθερμάνει στους 180ο C ώσπου να ξανθήνουν. Γίνονται περίπου (ανάλογα με το μέγεθος που επιθυμούμε) 30 κομμάτια.

* Χλιαρά τα ζαχαρώνουμε με άχνη και όταν κρυώσουν -αν χρειάζεται- ρίχνουμε από πάνω λίγη άχνη ακόμα.

* Τέλος να προσθέσουμε ότι πολλές νοικοκυρές πριν ζαχαρώσουν με άχνη τα σαλιάρια τα βυθίζουν με γρήγορη κίνηση σε ζαχαρόνερο που ετοιμάζουν βράζοντας για λίγο, 2 ποτήρια νερό με μισό ποτήρι ζάχαρη.

* Πρέπει όμως τα σαλιάρια να είναι κρύα και το ζαχαρόνερο ζεστό. Μ’ αυτόν τον τρόπο σχηματίζεται γύρω τους κρούστα.

 

Σάμαλι

 

samali
Υλικά:

Για το παντεσπάνι:

* 1 κουτ.γλυκού σόδα
* 2 1/2 φλυτζ.σιμιγδάλι χονδρό
* 1/2 κουτ.γλυκού μαστίχα
* 2 φλυτζ.γιαούρτι
* 150 γρ.ζάχαρη
* 1 κουτ.γλυκού μπέικιν πάουερ
* 1/2 κουτ.σούπας βούτυρο λιωμένο

Για το σιρόπι:

* 3 φλυτζ.νερό
* 3 φλυτζ.ζάχαρη
* φλούδα ενός λεμονιού

Εκτέλεση:

* Ανακατεύετε το γιαούρτι με το σιμιγδάλι. Έπειτα προσθέτετε τη ζάχαρη,τη σόδα,το μπέικιν και τέλος τη μαστίχα κοπανισμένη.

* Ανακατεύετε καλά μέχρι να ενωθούν όλα τα υλικά. Αφήνετε το μίγμα μέχρι να φουσκώσει το σιμιγδάλι. Ψήνετε σε μέτριο φούρνο 170 βαθμούς για 25-30 λεπτά.

* Όταν βγει από το φούρνο, αλείφετε την επιφάνεια με το βούτυρο και περιχύνετε με το σιρόπι.

Σημ: Μια ωραία ιδέα είναι να το προσφέρουμε με μια μπάλα παγωτό βανίλια ή καϊμάκι.

Σαραϊλί

 

Σιουτζιούκια

 

Πρόκειται για ένα γλύκισμα που παρασκευάζεται συγχρόνως με την μουσταλευριά (κατά την εποχή του τρύγου) και αντέχει για πολύ καιρό

ΥΛΙΚΑ

* Μουσταλευριά
* Καρύδια στη μέση
* Σχοινί

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Χωρίζουμε ολόκληρα καθαρισμένα καρύδια στη μέση και με βελόνα τα περνάμε στο σχοινί κάνοντας αρμαθιές 15-20 cm και στο τέλος κάνουμε μία θηλιά σε κάθε αρμαθιά.

* Βάζουμε τις αρμαθιές σε έναν κλώστη και τις βουτάμε στη μουσταλευριά πού έχει αρχίσει να πήζει. Κρατάμε τις αρμαθιές πάνω από το σκεύος που παρασκευάζουμε τη μουσταλευριά να στραγγίξει και να “πιάσει” κρούστα.

* Επαναλαμβάνουμε το βούτηγμα 2-3 φορές, έως ότου σχηματιστεί ένα περίβλημα 5-6 χιλιοστών γύρω από τα καρύδια και τα κρεμούμε ώσπο να κρυυώσουν.

ΣΕΡΒΙΡΙΣΜΑ

Τα σερβίρουμε σε ροδέλες 10-15 χιλιοστών και τα πασπαλίζουμε με άχνη ή κανέλα ή ινδοκάρυδο.

Σουφρουτό

 

Τζιάμ’ Πλιάφ’

 

ΥΛΙΚΑ

* 2 ποτήρια ρύζι σπυρωτό (νυχάκι)
* 1 ποτήρι ζάχαρη
* 6 ποτήρια νερό
* 3-4 κουλούρες φιδέ
* 1 φλιτζάνι ελαιόλαδο
* κανέλα και ζάχαρη για το σερβίρισμα

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Βράζουμε το ρύζι και στο μέσον του βρασμού ρίχνουμε τη ζάχαρη ανακατεύοντας που και πού με ξύλινη κουτάλα και το αποσύρουμε από τη φωτιά αφήνοντας να «κρατάει» λίγο νερό.

Σε ένα τηγάνι καίμε το ελαιόλαδο και καβουρδίζουμε το φιδέ, αφού τον σπάσουμε, μέχρις ότου ροδίσει. Στη συνέχεια περιχύνουμε το ρύζι, με προσοχή, με το καυτό λάδι με τον καβουρντισμένο φιδέ ανακατεύοντας με την ξύλινη κουτάλα ώστε να γίνει ένα ομοιόμορφο μίγμα. Σκεπάζουμε την κατσαρόλα με μία πετσέτα, σκεπάζουμε με το καπάκι και αφήνουμε να σταθεί για 1-2 ώρες μέχρι να «φουσκώσει» ο φιδές.

Σερβίρεται ζεστό ή κρύο πασπαλισμένο με λίγη ζάχαρη (αν μας φανεί άγλυκο)
και κανέλα.

Σημ. Η ποσότητα της ζάχαρης στη συνταγή είναι ενδεικτική για μέσης γλυκύτητας γλύκισμα. Μπορείτε να την αυξομειώσετε ανάλογα με το γούστο σας χωρίς όμως να αλλάξετε την δοσολογία των υπόλοιπων υλικών.

 

Φλογέρες

 

ΥΛΙΚΑ

* 1 kg φύλλο κρούστας
* ½ kg ζάχαρη
* 2 ½ kg φρέσκο γάλα
* ½ kg χοντρό σιμιγδάλι
* 6 αυγά
* 250 gr φρέσκο βούτυρο
* Ξύσμα ενός λεμονιού

Για το σιρόπι
* 1 kg ζάχαρη
* 1 lt νερό
* 2 φιαλίδια βανίλιες
* Χυμό ενός μεγάλου λεμονιού

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Ετοιμάζουμε την κρέμα και το σιρόπι όπως περιγράφτηκε στη συνταγή για το γαλακτομπούρεκο:

https://www.giapraki.com/e107_plugins/forum/forum_viewtopic.php?21889.0

* Παίρνουμε ένα φύλλο το αλείφουμε καλά με λιωμένο φρέσκο βούτυρο και το διπλώνουμε στα δύο (ή τρία ή τέσσερα, ανάλογα με το πόσο μεγάλες θέλουμε να γίνουν οι φλογέρες μας).

* Βάζουμε μία γεμάτη κουταλιά κρέμα στη μία άκρη του φύλλου, την τυλίγουμε και στη συνέχεια διπλώνουμε τα πλαϊνά του φύλλου τυλίγοντας ώστε να συγκρατηθεί η κρέμα.

* Τα αραδιάζουμε δίπλα-δίπλα στο ταψί, όχι πολύ σφιχτά και τα ψήνουμε στους 160-170ο C για 45’ λεπτά περίπου.

* Αφήνουμε να κρυώσουν οι φλογέρες και ρίχνουμε ζεστό το σιρόπι.

* Σερβίρουμε όταν κρυώσουν. Αν θέλουμε τα πασπαλίζουμε με τριμμένα καβουρδισμένα αμύγδαλα, Αιγίνης, φουντούκια, καρύδια κλπ. Δίνουν μία άλλη «νότα»στο γλύκισμα.

Συμβουλή

Χρησιμοποιείστε σκεύος pyrex για καλλίτερο αποτέλεσμα

 

Φοινίκια (Κοζανίτικο γλυκό)

 

foinikia

ΥΛΙΚΑ


ΓΙΑ ΤΗ ΖΥΜΗ

* 3 ποτήρια γάλα
* 1 ποτήρι ελαιόλαδο
* 1 ποτήρι ζάχαρη
* 100 γρ. νιζεστέ ή κόρν φλάουρ
* 50 γρ. αμμωνία
* 2-3 αυγά
* 1 συσκευασία βανίλια
* αλεύρι για όλες τις χρήσεις (όσο πάρει)

ΓΙΑ ΤΟ ΤΗΓΑΝΙ

Καλαμποκέλαιο

ΓΙΑ ΤΟ ΣΙΡΟΠΙ

* 2 κιλά ζάχαρη
* 1 ½ λίτρο νερό
* 1 ξύλο κανέλα

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Χτυπάμε στο μίξερ ελαφρά το γάλα, τα αυγά, τη ζάχαρη και το ελαιόλαδο. Στη συνέχεια την αμμωνία, την βανίλια, τον νιζεστέ και το αλεύρι λίγο – λίγο έως ότου το μίγμα αρχίσει να ξεκολλάει από το τοίχωμα της λεκάνης. Το αφήνουμε να σταθεί για μισή ώρα περίπου.

* Σε μία ξύλινη επιφάνεια απλώνουμε το μίγμα με πλάστη ώστε να ανοίξουμε ένα φύλλο πάχους μισού εκατοστού. Με ένα νεροπότηρο «κόβουμε» τη ζύμη και τη διαμορφώνουμε σε οβάλ σχήμα και τοποθετούμε τα φοινίκια σε καλά βουτυρωμένη λαμαρίνα.

* Τα ψένουμε στους 200 βαθμούς για 25-30 λεπτά (μέχρι να «ροδίσουν» τα φοινίκια).

* Τα τρυπάμε όπως είναι ζεστά με ένα πιρούνι και στη συνέχεια τα τηγανίζουμε λίγα-λίγα στο καυτό καλαμποκέλαιο το οποίο συμπληρώνουμε συνεχώς.

* Μόλις πάρουν ένα μελί χρώμα τα αφαιρούμε με τρυπητή κουτάλα και αμέσως τα σιροπιάζουμε στο σιρόπι που ήδη έχουμε βράσει για 3-4 λεπτά (ανάλογα με το μέγεθος).

* Μόλις δούμε ότι «βουλιάζουν» τα αφαιρούμε από το σιρόπι με τρυπητή κουτάλα και τατοποθετούμε δίπλα-δίπλα στην πιατέλα.

Συμβουλή:

Τηγανίστε τα λίγα – λίγα και προσέξτε να μην τα τοποθετήσετε το ένα επάνω στο άλλο γιατί αν πήραν πολύ σιρόπι θα διαλυθούν.

Σερβίρουμε αν θέλουμε πασπαλίζοντάς τα με λίγη καρυδόψυχα που έχουμε τρίψει σε μπλέντερ.

Χασλαμάς

(Είναι το γλύκισμα που πουλούσε παλαιότερα στους δρόμους ο πλανόδιος μικροπωλητής Ηλίας Γιολδάσης)

ΥΛΙΚΑ

* 2 παραδοσιακά πρόβεια γιαούρτια (600 γρ. περίπου)
* 1 ½ φλιτζάνι ζάχαρι
* 4 αυγά
* 2-3 κοταλιές λιωμένο βούτυρο
* 2 φλιτζάνια σιμιγδάλι χονδρό
* 1 φλιτζάνι σιμιγδάλι ψιλό (ή 1 φλιτζάνι αλεύρι)
* 1 baking powder
* 1 κουταλάκι του γλυκού σόδα
* Ξύσμα λεμονιού (ή πορτοκαλιού ή περγαμόντο)
* χυμός ½ λεμονιού

Για το σιρόπι

* 5 φλιτζάνια ζάχαρι
* 4 φλιτζάνια νερό
* ½ φλιτζάνι χυμός λεμονιού
* 2 φιαλίδια βανίλια

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Χτυπάμε με τη σειρά τη ζάχαρι με τα αβγά, προσθέτουμε τα γιαούρτια, το βούτυρο, τη σόδα λυωμένη στο χυμό μισού λεμονιού, το ξύσμα λεμονιού και στο τέλοςσιγά-σιγά το σιμιγδάλι ανακατεμένο με το baking powder και το αλεύρι.

* Αφού ανακατέψουμε καλά όλα τα υλικά, απλώνουμε το μείγμα σε καλά βουτυρωμένο ταψί. Το ψήνουμε σε προθερμασμένο φούρνο στους 175ο C για μία περίπου ώρα.

* Βράζουμε τη ζάχαρι με τα υπόλοιπα υλικά για 5-6 λεπτά αφ’ ότου κοχλάσει και περιχύνουμε το χασλαμά με το σιρόπι. Σκεπάζομε το ταψί με ένα άλουμινόχαρτο και το αφήνουμε να κρυώσει.

* Κόβουμε το γλυκό μας σε μερίδες αφού κρυώσει και κατόπιν σερβίρουμε.

 

Χαλβάς Νιαϊμιριώτκους
 

 

ΥΛΙΚΑ

(Σας γράφω τις αναλογίες μόνο. Αν θέλετε μπορείτε να αυξήσετε την ποσότητα αναλόγως).

* 100 – 150 γραμμάρια άσπρα (ξεφλουδισμένα) αμύγδαλα, χωρισμένα στα δύο
* ένα – δύο φιαλίδια σκόνης βανίλια
* μία κούπα λιωμένο αγνό βούτυρο
* δύο κούπες νισεστέ (άμυλο αραβοσίτου)
* τέσσερις κούπες ζάχαρη
* οκτώ κούπες νερό.

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

* Σε μια κατσαρόλα ρίχνουμε όλα τα υλικά εκτός από το βούτυρο. Σε δυνατή φωτιά τα ανακατεύουμε συνεχώς για να μην «κολλήσουν». Στην αρχή το μείγμα μοιάζει σα να ανακατεύουμε γάλα με αμύγδαλα, αλλά σε 10 με 15 λεπτά βλέπουμε το μείγμα να πήζει οπότε αρχίζομε να ρίχνουμε στα τοιχώματα του κατσαρολιού το λιωμένο βούτυρο, ανακατεύοντας συνεχώς και μέχρι να πάρει το επιθυμητό χρώμα (σκούρου μελιού).

* Το αποσύρουμε από τη φωτιά και το αναποδογυρίζουμε σε ένα ταψί ανάλογα με την ποσότητα. Το βάζουμε για 20 λεπτά σε προθερμασμένο φούρνο στους 200 βαθμούς Κελσίου. Όπως είναι ζεστό σκορπούμε άχνη ζάχαρη για να συμπληρωθεί η κρούστα.

Υπενθύμιση

1. Είναι ζόρικη δουλειά. Θα σας «πιαστεί» το χέρι… Εκτός αυτού θα σας συμβούλευα να φοράτε και γάντια.
2. Στοιχίζει όμως γύρω στα € 3 και κάνετε 3 κιλά χαλβά. Αν βαριέστε… κοντά είναι και το «Βυζάντιον» και δεν του κάνω διαφήμιση γιατί είναι το μοναδικό ζαχαροπλαστείο που έχει χαλβά «Νιαϊμιριώτκου» όλο το χρόνο.

 

Χαλβάς σιμιγδαλίσιους

 

ΥΛΙΚΑ

* 100 γραμ. άσπρα καθαρισμένα αμύγδαλα κομμένα στα τρία (κάθετα)
* ένα μέρος βούτυρο Φυτίνη,

* δύο μέρη σιμιγδάλι χοντρό (προτιμήστε αυτά που είναι σε χάρτινη συσκευασία)
* τρία μέρη ζάχαρη
* τέσσερα μέρη νερό
* κανέλλα για το σερβίρισμα

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

* Χρησιμοποιούμε δύο κατσαρόλες.

* Στη μία βάζουμε το νερό και τη ζάχαρη ανακατεύοντας έως ότου πάρει βράση και βράζουμε το σιρόπι για 5 – 7 λεπτά.

* Στην άλλη κατσαρόλα βάζουμε το βούτυρο και αφού λειώσει ρίχνουμε το σιμιγδάλι και τα αμύγδαλα ανακατεύοντας συνεχώς με ξύλινη κουτάλα για να τσιγαριστούν. Στην αρχή το μείγμα είναι δύσκολο να ανακατευθεί αλλά λίγο αργότερα «μαλακώνει» οπότε το τσιγάρισμα ελέγχεται.

* Όταν το σιμιγδάλι πάρει το επιθυμητό χρώμα, σκούρο ή ανοιχτό (κατά την επιθυμία μας και αυτό το αντιλαμβανόμαστε από τη μυρωδιά) ρίχνουμε προσεχτικά το καυτό σιρόπι γιατί πιτσιλάει.

* Στην αρχή θα μοιάζει σαν να ανακατεύουμε νερό αλλά σε λίγο θα αρχίζει να πήζει. Εμείς ανακατεύουμε συνεχώς, έως ότου το μείγμα αρχίσει να βγάζει φουσκάλες.

* Το αποσύρουμε από τη φωτιά, το σκεπάζουμε με ένα καθαρό πανί, το καλύπτουμε με το καπάκι της κατσαρόλας. Το σερβίρουμε τουλάχιστο μία ώρα μετά πασπαλίζοντάς το με σκόνη κανέλλας.

(Συνταγή Προσκοπική: Γιώργου Δελιαλή)

Χαλβάς μι πέτουρα
 

Ο χαλβάς αυτός γίνεται με τον ίδιο τρόπο, όπως ο σιμιγδαλίσιος, αλλά αντί για το σιμιγδάλι χρησιμοποιούμε τριμμένα πέτουρα (χυλοπίτες).

ΠΑΡΑΣΚΕΥΕΣ

Αλισίβα

Είναι μια πάρα, μα πάρα πολύ σκληρή διαδικασία για να παρασκευαστεί. Χρειάζονται ειδικά δοχεία και άλλα πολλά. Γίνεται με τη στάχτη των ξύλων του τζακιού.
Προτιμήστε καλύτερα να την αγοράσετε.
Είναι, όμως, απαραίτητη για την κατασκευή της μουστόπτας και των σαλιαργιών.

 

Αρμιά
 

 

* Η αρμιά δεν είναι τίποτε άλλο από το λάχανο τουρσί που χρησιμοποιούν οι Κοζανιώτες για να κάνουν τα γιαπράκια.

* Του Άη Φίλιππα (14 Νοεμβρίου) προμηθεύονται τα λάχανα. Παλιά προτιμούσαν τα Βαντσιώτικα (Άνω – Κάτω Κώμης). Σήμερα πού να τα βρεις… Προτιμήστε την ποικιλία με τέσσερα φύλλα στο μίσχο και όχι με τρία. Τα δεύτερα είναι πολύ χοντρά και τα λένε τριμήνια.

* Τα καθαρίζουμε από τα δύο εξωτερικά φύλλα και καθαρίζουμε το κοτσάνι (τον τζούφο). Στο άνοιγμα που θα δημιουργηθεί τοποθετούμε χοντρό αλάτι. Τα βάζουμε σε ένα βαρέλι με κάνουλα και από πάνω κάνουμε ένα πλαίσιο με κληματσίδες τοποθετώντας από πάνω ένα στούμπο (καθαρή, επίπεδη πέτρα) για να τα πιέζει.

* Ύστερα από τρεις ημέρες ετοιμάζουμε την αλμύρα. Σε ένα δοχείο με νερό ρίχνουμε αλάτι και ξινό (λιμόν του ζού). Η αναλογία είναι 4 κιλά χοντρό αλάτι στα 100 κιλά νερό και μόλις 10 γρ. ξινού. Το ανακατεύουμε καλά ώστε να διαλυθεί και ρίχνουμε την άλμη στον κάδο με τα λάχανα. Ύστερα από 2 μέρες συμπληρώνουμε τον κάδο με αρμύρα, διότι τα λάχανα στην αρχή απορροφούν αλμύρα αλλά αργότερα την αποβάλουν.

* Κάθε δύο – τρεις μέρες ανανεώνουμε το αλατόνερο ως εξής: από την κάνουλα του κάδου βγάζουμε το αλατόνερο και το ρίχνουμε από πάνω. Δουλειά που θέλει φροντίδα. Για να το αποφύγετε αυτό, βάλτε ένα χοντρό λάστιχο έως τον πάτο του κάδου και φυσάτε αρκετές φορές καθημερινώς.

Ζωμός (ζμί) (μόσχου)

ΥΛΙΚΑ

* Κότσια μοσχαρίσια κομμένα (ανάλογα με την ποσότητα ζωμού που θέλουμε).
* Αλάτι (πάλι ανάλογα με την ποσότητα).
* Μαυροπίπερο σε σπυρί.
* Ένα ή δύο ολόκληρα κρεμμύδια (πάλι ανάλογα με την ποσότητα).
* Ένα μάτσο μαϊντανό ολόκληρο.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Σε μία μεγάλη μαρμίτα ρίχνουμε όλα τα υλικά και προσθέτουμε νερό σε διπλάσιο όγκο από αυτό των υλικών. Τα βράζουμε σε μέτρια φωτιά και φροντίζουμε να τα «ξαφρίζουμε» συχνά. Όταν σταματήσει το άφρισμα χαμηλώνουμε τη φωτιά και τα βράζουμε όσο περισσότερο μπορούμε. Τα αφήνουμε και την άλλη μέρα τα ξαναβράζουμε σε σιγανή φωτιά, αφού τα ανακατέψουμε πρώτα, για να μην κολλήσουν. Όσο είναι ζεστά τα υλικά, αφαιρούμε τα υλικά με μία τρυπητή κουτάλα και τα πετάμε. Συνεχίζουμε το βράσιμο έως ότου εξατμιστεί όλο το νερό και κατόπιν περνούμε το μείγμα που θα προκύψει από ένα καθαρό τουλπάνι.

* Το μείγμα του τουλπανιού αφού κρυώσει κάπως το καθαρίζουμε από τυχόν κοκαλάκια και τα πολτοποιούμε με μπλέντερ. Τα ρίχνουμε πάλι στο ζωμό, ανακατεύουμε για λίγο και σβήνουμε τη φωτιά.

* Όταν γίνει χλιαρό, το βάζουμε σε παγοθήκες. Αφήνουμε να κρυώσει και το βάζουμε στην κατάψυξη.

ΧΡΗΣΗ

Το χρησιμοποιούμε στα φαγητά, όπου χρησιμοποιούμε κύβους Knor, Maggi κτλ. Είναι πολλές φορές νοστιμότερο.

 

Κυδουνόπαστου

 

ΥΛΙΚΑ

* Κυδώνια τριμμένα στο χοντρό τρίφτη (θα γίνουν επιμήκη ή όπως λένε ζουλιέν).
* Ζάχαρη ίση με το βάρος των κυδωνιών.
* Ανάλογο νερό.
* Λίγο τριμμένο γαρίφαλο.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Σε μία κατσαρόλα βράζουμε όλα τα υλικά σε σιγανή φωτιά, φροντίζοντας να ξαφρίζουμε συνεχώς. Τα σπόρια με την καρδιά του κυδωνιού και τα γαρύφαλλα τα βάζουμε σε ένα δεμένο τουλπάνι. Όταν δούμε ότι τελειώνει το νερό ρίχνουμε λίγο ζεστό νερό μέσα.

* Όταν το κυδωνόπαστο πάρει χρώμα σκούρου μελιού, αφαιρούμε με τρυπητή κουτάλα τα τριμμένα κυδώνια και το τουλπάνι. Τα σπόρια τα πετάμε και τα υπόλοιπα τριμμένα κυδώνια τα βάζουμε σε καθαρά βάζα μαζί με σπασμένα φιστίκια ανακατεύοντάς τα. Αυτό το γλύκισμα λέγεται Κυδουνάτου.

* Υπόλοιπο της κατσαρόλας το βράζουμε έως ότου πήξει, ανακατεύοντας συνεχώς. Όταν δούμε ότι έπηξε το βγάζουμε από τη φωτιά. Το αφήνουμε να γίνει χλιαρό και το βάζουμε σε τετράγωνο βουτυρωμένο ταψί ώστε να κρυώσει. Το κόβουμε σε παραλληλόγραμμα στενά κομμάτια μήκους ανάλογα με τη διάθεσή μας. Τα πασπαλίζουμε αν θέλουμε με κανέλλα ή άχνη ζάχαρη.

 

Λίγδα

 

ΥΛΙΚΑ

* Λαρδί, (χοιρινό λίπος) που το κόβουμε σε μικρά κομμάτια όπως για το σουβλάκι.
* Ένα ολόκληρο μεγάλο κρεμμύδι καθαρισμένο.
* Ένα ή δύο ποτήρια νερό (ανάλογα με την ποσότητα).

ΕΚΤΕΛΕΣΗ

* Βράζουμε όλα τα υλικά σε σιγανή φωτιά σε μια μεγάλη κατσαρόλα. Σιγά – σιγά το λαρδί αρχίζει να βγάζει το λίπος του.

* Το ξαφρίζουμε συνεχώς.

* Κατόπιν αρχίζει να βγάζει τα λάδια του. ΥΠΟΜΟΝΕΤΙΚΑ, αρχίζουμε να τα μαζεύουμε χωρίς να πάρουμε το νερό που υπάρχει και τα βάζουμε σε κάποιο πήλινο δοχείο.

* Όταν τελειώσει το νερό, στραγγίζουμε τα υπολείμματα από το λαρδί και τα οποία φυλάγουμε στην άκρη. Αυτά είναι οι τσιγαρίδις*

 

Πιτμέζ’

 

ΥΛΙΚΑ

* Μούστος.
* Αλισίβα. (για κάθε πέντε κιλά μούστου χρησιμοποιούμε ένα φλιτζάνι του καφέ αλισίβα).

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

* Σε σιγανή φωτιά βράζουμε τον μούστο ανακατεύοντας συνεχώς, συγχρόνως «ξαφρίζουμε» τους αφρούς. Συνεχίζουμε το ανακάτεμα μέχρις ότου ο μούστος μείνει περίπου στο 1/5 του αρχικού. Θα πρέπει να έχει γίνει παχύρρευστο σαν μέλι.

* Το περνάμε από τουλπάνι και το αποθηκεύουμε σε γυάλινα ή πήλινα καθαρά δοχεία. Το χρησιμοποιούμε για την μουστόπ’τα (μουσταλευριά), τα σαλιάρια. Τα σιουτζιούκια κτλ.

 

 


 

ΠΟΤΑ

 

Καντηλινίσιου

Υπάρχουν δύο επιλογές. Η μία με άνθη καντηλίνας (καθόλου κοτσάνια) και η άλλη με φύλλα καντηλίνας. (Καντηλίνα είναι το φασκόμηλο).

Κατά τα μέσα Μαΐου μαζεύουμε φρέσκια καντηλίνα (προσοχή: μόνο άνθη ή μόνο φύλλα. Όχι ανακατεμένα) και τα βάζουμε σε ένα γυάλινο μπουκάλι. Για το μπουκάλι του 1 λίτρου βάζουμε 200 γραμ. ζάχαρη και κανένα άλλο μυρωδικό. Γεμίζουμε το μπουκάλι με τσίπουρο και το αφήνουμε στον ήλιο για 40 ημέρες. Κατόπιν σουρώνουμε το ποτό και το εμφιαλώνουμε σε μικρότερα μπουκάλια.

Σημείωση: το ποτό με τα άνθη παίρνει γαλάζια όψη και το ποτό με τα φύλλα πρασινωπή. Η γεύση τους είναι υπόπικρη. Κάτι σαν το Amaretto

 

Κρανίσιου

 

Σε ένα μεγάλο γυάλινο μπουκάλι ρίχνουμε κράνα (μαζεύονται το Σεπτέμβριο) ως τη μέση. Με ένα χωνί βάζουμε τόση ζάχαρη ώστε να σκεπαστούν και ρίχνουμε τα μυρωδικά της αρεσκείας μας (κανέλλα, γαρύφαλλο, μοσχοκάρυδο κτλ.). Γεμίζουμε το μπουκάλι με τσίπουρο ή κονιάκ και το αφήνουμε στον ήλιο για 40 τουλάχιστο μέρες. Σουρώνουμε και αποθηκεύουμε το ποτό σε μικρότερα μπουκάλια.

 

Σπιντζιρκό

 

Σε ένα μεγάλο γυάλινο μπουκάλι βάζουμε σπιντζιρκά. Αυτά θα μας τα δώσει κάποιο κατάστημα μπαχαρικών. Είναι κυρίως: 1 – 2 κομμάτια ξύλο κανέλλας, 1 – 2 μοσχοκάρυδα, 15 – 20 γαρύφαλλα, 2 – 3 σπυριά κακουλέ και λίγο μαχλέπι. Γεμίζουμε το μπουκάλι με τσίπουρο ή κονιάκ και το αφήνουμε στον ήλιο για 20 ως 30 μέρες. Κατόπιν το σουρώνουμε και το αποθηκεύουμε σε μικρότερα μπουκάλια.

 

Στουμαχικό

 

Σε ένα μεγάλο γυάλινο μπουκάλι βάζουμε, ως τη μέση περίπου, βύσσινα και με ένα χωνί βάζουμε τόση ζάχαρη, ώστε να σκεπαστούν. Ρίχνουμε 10 – 15 κομμάτια γαρύφαλλο, 1 – 2 κομμάτια ξύλο κανέλας και ένα σπασμένο μοσχοκάρυδο. Γεμίζουμε το μπουκάλι με τσίπουρο ή κονιάκ και τα αφήνουμε στον ήλιο για 40 μέρες, φροντίζοντας να ανακατεύουμε το μείγμα κάπου κάπου. Κατόπιν το σουρώνουμε και αποθηκεύουμε το ποτό σε καθαρά, μικρότερα μπουκάλια.

Πίνεται σε μικρή ποσότητα, όταν έχουμε κοιλόπονο.

Τσίπουρου


ΧΩΝΕΥΤΙΚΑ

Αρμόζμους

 


ΥΠ’ ΟΨΙΝ

Κατσιαμάκα

© giapraki.com και lias (el_n_pa@yahoo.gr)

The post Συνταγές Της Κοζανιώτικης Κουζίνας appeared first on giapraki.com.

Viewing all 102 articles
Browse latest View live